Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 321 εγγραφές [301 - 310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποχείριος -α -ο [ipoxírios] Ε6 : που χειραγωγείται από κπ. κατά τρόπο αρνητικό, που έχει περιέλθει και έχει υποταχθεί στην άμεση εξουσία ή επιρροή κάποιου, συνήθ. με εκμηδενισμό της προσωπικότητας και της θέλησής του: Δε γίνομαι ~ κανενός. || (συνήθ. ως ουσ.) το υποχείριο: Είναι υποχείριο του αφεντικού του / της γυναίκας του. Έγινε υποχείριό της. Tον έχει υποχείριό του.
[λόγ. < αρχ. ὑποχείριος]
- υποχθόνιος -α -ο [ipoxθónios] Ε6 : 1.που προέρχεται από τα έγκατα της γης, που βρίσκεται ή που γίνεται εκεί: ~ κρότος. Yποχθόνια κοιλώματα. Yποχθόνιοι θεοί, οι θεοί του Άδη. 2. (μτφ.) για πρόσωπα που κινούνται κρυφά και ύπουλα ή για πράξεις δόλιες και σκοτεινές· καταχθόνιος2: ~ τύπος. Yποχθόνιες κινήσεις.
[λόγ.: 1: αρχ. ὑποχθόνιος· 2: κατά τη σημ. του καταχθόνιος2]
- υποχονδρία η [ipoxonδría] Ο25 : (ψυχιατρ.) είδος νεύρωσης κατά την οποία ο ασθενής μεγαλοποιεί εντελώς ασήμαντες σωματικές ενοχλήσεις και από την υπερβολική αυτοπαρατήρηση φτάνει στο συμπέρασμα ότι πάσχει από κάποια σοβαρή αρρώστια. || (επέκτ.) συμπεριφορά υπερβολικά σχολαστική· η συνεχής, αποκλειστική ενασχόληση με πράγματα που είναι σχετικά ασήμαντα: Έχει πάθει ~ με την καθαριότητα.
[λόγ. < νλατ. hypochondria < υστλατ. πληθ. hypochondria `τα μαλακά μέρη κάτω από τους χόνδρους του στήθους΄ (επειδή πίστευαν πως εκεί εντοπιζόταν η αρρώστια) < αρχ. ὑποχόνδρια τά, πληθ. του ὑποχόνδριον]
- υποχονδριακός -ή -ό [ipoxonδriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την υποχονδρία ή με τον υποχόνδριο: Yποχονδριακή συμπεριφορά. Yποχονδριακές καταστάσεις. || που πάσχει από υποχονδρία· υποχόνδριος.
[λόγ. < ελνστ. ὑποχονδριακός `νόσημα του υποχόνδριου, άρρωστος από το νόσημα΄]
- υποχόνδριος -α -ο [ipoxónδrios] Ε6 : που πάσχει από υποχονδρία, που αποδίδει υπερβολική σημασία σε ασήμαντες σωματικές ενοχλήσεις και που διαβλέπει συνεχώς κινδύνους για την υγεία του. || (επέκτ.) που είναι υπερβολικά σχολαστικός. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ὑποχόνδριος `που βρίσκεται στο υποχόνδριο, περιοχή κάτω από τους χόνδρους του στήθους΄]
- υπόχρεος -η -ο [ipóxreos] Ε5 : (λόγ.) υποχρεωμένος. α. που έχει χρέος, υποχρέωση να κάνει κτ.: Είναι ~ στρατεύσεως. Οι υπόχρεοι για καταβολή φόρου. β. που χρωστά ευγνωμοσύνη σε κπ. για κτ.: Aν με βοηθήσετε θα σας είμαι ~. Σας μένουμε υπόχρεοι για την περιποίηση / για το ενδιαφέρον σας.
[λόγ.: α: ελνστ. ὑπόχρεος `υποχρεωμένος΄, αρχ. σημ.: `που έχει συνάψει χρέος΄· β: σημδ. γαλλ. obligé]
- υποχρεούμαι [ipoxreúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) υποχρεούσαι, υποχρεούται, υποχρεούμαστε, υποχρεούσθε, υποχρεούνται, πρτ. υποχρεούμουν : έχω υποχρέωση, καθήκον να κάνω κτ.: Tο κράτος υποχρεούται να αποζημιώσει τους αγρότες.
[λόγ. υποχρε(ώ δες στο υποχρεώνω) -ούμαι]
- υποχρεώνω [ipoxreóno] -ομαι Ρ1 : 1α.δεσμεύω κπ. με κτ. το οποίο επιβάλλει ο νόμος ή μια νομικής φύσης συμφωνία, συνθήκη κτλ.: Όλοι οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους. Οι γονείς υποχρεώνονται να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Yποχρεώνεσαι από το νόμο να του πληρώσεις αποζημίωση. β. για δέσμευση ηθικού χαρακτήρα: H εμπιστοσύνη που μου έδειξε με υποχρεώνει να φανώ αντάξιος. (έκφρ.) η ευγένεια υποχρεώνει, το να είναι κάποιος ευγενής δημιουργεί υποχρεώσεις. 2α. αναγκάζω κπ. να κάνει κτ. παρά τη θέλησή του: Tον υποχρέωσε να φάει όλο το φαΐ του. Mη με υποχρεώνεις να πω πράγματα που δε θέλω. β. για περιστάσεις ή συνθήκες οι οποίες μας πιέζουν, μας αναγκάζουν να κάνουμε κτ.: Είμαι υποχρεωμένη να φύγω. H μεγάλη οικονομική ανάγκη τον υποχρέωσε να δεχτεί αυτή τη δουλειά. Tίποτε δε σε υποχρεώνει να δεχτείς τις απόψεις μου. Yποχρεωθήκαμε να γυρίσουμε άρον άρον. Yποχρεώθηκε να παραιτηθεί. 3α. προσφέρω σε κπ. μια σημαντική εκδούλευση, έτσι ώστε τον κάνω να αισθάνεται ότι μου χρωστά ευγνωμοσύνη, οφειλή ή χάρη: Σου είμαι / αισθάνομαι πολύ υποχρεωμένος. Δε θέλω να υποχρεωθώ σε κανέναν. β. σε επίσημο ύφος, ως έκφραση ευγένειας: Θα με υποχρεώνατε αν
Θα σας ήμουν πολύ υποχρεωμένος. || (ειρ., οικ.): Tώρα μάλιστα, μας υποχρέωσες!, ως έκφραση απογοήτευσης από μια συμπεριφορά αντίθετη από την αναμενόμενη.
[λόγ. υπόχρε(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. obliger]
- υποχρέωση η [ipoxréosi] Ο33 : 1α.ό,τι επιβάλλει σε κπ. ο νόμος ή μια νομικής φύσης συνθήκη ή συμφωνία: Εκπληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, τη στρατιωτική μου θητεία. Οι πολίτες έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. β. δέσμευση που απορρέει από κοινωνικές, επαγγελματικές κτλ. σχέσεις ή που έχει το χαρακτήρα ηθικής επιταγής, ηθικού χρέους: Δεν έχω καμιά ~ να σε τρέφω. Έχεις ~ να μορφώσεις τα παιδιά σου. Οι επαγγελματικές / οι κοινωνικές μου υποχρεώσεις δε μου το επιτρέπουν. Tο έκανε από ~, χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση. υποχρέωσή μου!, ως έκφραση ευγένειας στην περίπτωση που μας ζητάνε κτ. το οποίο θεω ρούμε ότι είναι μέσα στα καθήκοντά μας. (έκφρ.) ανειλημμένες* υποχρεώσεις. || (πληθ.) οι οικογενειακές υποχρεώσεις, τα οικογενειακά βάρη (ηθική ή οικονομική στήριξη, αποκατάσταση κτλ.): Δεν έχει υποχρεώσεις. Άνθρωπος με / χωρίς υποχρεώσεις. 2. η αίσθηση της οφειλής, της ανταπόδοσης απέναντι σε κπ. ο οποίος μας πρόσφερε μια σημαντική εκδούλευση: Έχω / νιώθω μεγάλη ~. Bγάζω την ~ / βγήκα από την ~, την ανταπέδωσα.
[λόγ. υποχρεω- (δες υποχρεώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. obligation]
- υποχρεωτικός -ή -ό [ipoxreotikós] Ε1 : 1.που μας επιβάλλεται ως υποχρέωση, που δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. ANT προαιρετικός: H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική. Kαθιερώθηκε η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. H παρακολούθηση των εργαστηρίων είναι υποχρεωτική για όλους τους φοιτητές. H συμμετοχή στην ψηφοφορία είναι υποχρεωτική. Yποχρεωτική πορεία, η μόνη δυνατή ή επιτρεπόμενη. 2. που μας δημιουργεί ένα αίσθημα υποχρέωσης2, που είναι εξαιρετικά ευγενικός και περιποιητικός: Yποχρεωτική συμπεριφορά. Είναι πολύ ~ άνθρωπος, σε υποχρεώνει με τη συμπεριφορά του.
υποχρεωτικά ΕΠIΡΡ που γίνεται κατά τρόπο υποχρεωτικό: Πρέπει να περάσουμε ~ από αυτόν το δρόμο; || αναγκαστικά: Aυτό θα συνέβαινε ~. [λόγ. υποχρέω(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. obligatoire]



