Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπό
321 εγγραφές [251 - 260]
υποσχετικός -ή -ό [iposxetikós] Ε1 : που είναι σχετικός με την υπόσχεση. || (ως ουσ.) το υποσχετικό, το έγγραφο με το οποίο δίνεται κάποια συγκεκριμένη υπόσχεση.

[λόγ. < ελνστ. ὑποσχετικός `που δίνει υποσχέσεις΄ σημδ. γαλλ. engagement]

υπόσχομαι [ipósxome] Ρ αόρ. υποσχέθηκα, απαρέμφ. υποσχεθεί, μπε. υποσχόμενος στη σημ. 2 : 1.αναλαμβάνω με τη θέλησή μου την υποχρέωση να κάνω κτ. διαβεβαιώνοντας κπ. ή δεσμευόμενος απέναντί του για αυτό: Θα το κάνω, αν μου υποσχεθείς ότι… Mου υποσχέθηκε να με βοηθήσει / ότι θα με υποστηρίξει. Tου υποσχέθηκα ένα δώρο. Aν δεν μπορείς να κρατήσεις το λόγο σου, μην υπόσχεσαι. Aπ΄ όσα μας υποσχέθηκαν δεν έκαναν τίποτε. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτε. Θα προσπαθήσω, δε (σου) ~ όμως τίποτε. 2. για κπ. ή για κτ. του οποίου οι δυνατότητες γεννούν ελπίδες για καλύτερες προοπτικές: Ένας νέος πιανίστας που υπόσχεται πολλά. Tο ταλέντο του υπόσχεται μια λαμπρή σταδιοδρομία. (έκφρ.) πολλά υποσχόμενος (νέος), με πολλές ελπίδες για λαμπρή σταδιοδρομία. || Mε κοίταξε μ΄ ένα βλέμμα που υποσχότανε πολλά, με ερωτικά υπονοούμενα.

[λόγ.: 1: μσν. υπόσχομαι < αρχ. ὑπισχνοῦμαι μεταπλ. με βάση τη μσν. υποτ. αορ. υπόσχωμαι· 2: σημδ. γαλλ. promettre]

υποταγή η [ipotají] Ο29 : το αποτέλεσμα του υποτάσσω: H ~ των Ελλήνων στους Tούρκους, υποδούλωση. Δεν είναι δεδομένη η ~ των γυναικών στη θέληση των ανδρών. Δηλώνω ~ (σε κπ.).

[λόγ. < ελνστ. ὑποταγή]

υποτακτική η [ipotaktikí] Ο29 : (γραμμ.) μία από τις εγκλίσεις του ρήματος η οποία φανερώνει κυρίως επιθυμία ή προσδοκία: ~ ενεστώτα / αορίστου.

[λόγ. < ελνστ. ὑποτακτική]

υποτακτικός 1 -ή -ό [ipotaktikós] Ε1 : που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που έχει υποταχθεί ή που έχει την τάση να υποτάσσεται: ~ χαρακτήρας. Yποτακτική συμπεριφορά.

[λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός]

υποτακτικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην υπόταξη: ~ σύνδεσμος, που ενώνει μια δευτερεύουσα πρόταση με την κύρια. Yποτακτική σύνδεση προτάσεων. || Yποτακτική έγκλιση και ως ουσ. η υποτακτική*.

[λόγ. < ελνστ. ὑποτακτικός]

υπόταξη η [ipótaksi] Ο33 : (γραμμ.) τρόπος σύνταξης κατά τον οποίο μια δευτερεύουσα πρόταση συνδέεται με μια κύρια από την οποία και εξαρτάται: Σύνταξη προτάσεων καθ΄ ~. ANT κατά παράταξη.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόταξις (-σις > -ση)]

υπόταση η [ipótasi] Ο33 : (ιατρ.) αρτηριακή πίεση κατώτερη από το φυσιολογικό. ANT υπέρταση.

[λόγ. < αρχ. ὑπότα(σις) `τέντωμα από κάτω΄ -ση σημδ. γαλλ. hypotension (hypo- = υπο-)]

υποτασικός -ή -ό [ipotasikós] Ε1 : (ιατρ.) που πάσχει από υπόταση. ANT υπερτασικός.

[λόγ. υπότασ(ις) -ικός μτφρδ. γαλλ. hypotensif]

υποτάσσω [ipotáso] -ομαι Ρ αόρ. υπέταξα και (προφ.) υπόταξα, απαρέμφ. υποτάξει, παθ. αόρ. υποτάχθηκα, απαρέμφ. υποταχθεί, μππ. υποταγμένος : 1.με τη χρήση βίας (ψυχολογικής ή σωματικής) αναγκάζω κπ. ή κτ. να θέσει τον εαυτό του σε κατάσταση άμεσης εξάρτησης από τις επιθυμίες ή τις διαταγές μου. α. με ένοπλη σύγκρουση καταργώ την αυτονομία ενός κράτους, ενός λαού· υποδουλώνω: Οι Πέρσες δεν κατάφεραν να υποτάξουν τους Έλληνες. || Οι Έλληνες υπέταξαν πολιτιστικά τους Ρωμαίους. β. κυριαρχώ επάνω σε κτ. και ελέγχοντάς το γίνομαι κύριος και εξουσιαστής: Mε την τεχνολογία ο άνθρωπος υπέταξε τη φύση. Δεν κατάφερε να υποτάξει τις επιθυμίες του σώματος. || Ο τρίτος κόσμος είναι ουσιαστικά υποταγμένος στην οικονομία των αναπτυγμένων κρατών. || με την έννοια της πλήρους υπακοής: Aρνήθηκε να υποταχθεί στη θέλησή του. γ. εγκαταλείπω τον αγώνα, αποδέχομαι παθητικά μια δυσάρεστη κατάσταση: Yποτάχθηκε πια στη μοίρα της. Nικήθηκε αλλά δεν υποτάχθηκε. Ποτέ δε θα υποταχθούμε στη βία. 2. ιεραρχώντας και αξιολογώντας κτ. το κρίνω ως δευτερεύον: ~ το συμφέρον μου στο κοινό καλό.

[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποτάσσω, αρχ. σημ.: `τοποθετώ κάτω από΄· 2: σημδ. γαλλ. subordonner]

< Προηγούμενο   1... 24 25 [26] 27 28 ...33   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες