Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπό
321 items total [11 - 20]
υποβάθμιση η [ipováθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποβαθμίζω. ANT αναβάθμιση: H ~ του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι ολοφάνερη η ~ της πολιτικής ζωής του τόπου. H ~ του θέματος / του ζητήματος.

[λόγ. υποβαθμι- (υποβαθμίζω) -σις > -ση]

υπόβαθρο το [ipóvaθro] Ο41 : για αφηρημένες έννοιες, ό,τι αποτελεί τη βάση επάνω στην οποία στηρίζεται κτ.: Tο ιδεολογικό / φιλοσοφικό / συναισθηματικό / πολιτιστικό ~.

[λόγ. < αρχ. ὑπόβαθρον `στήριγμα΄]

υποβάλλω [ipoválo] -ομαι Ρ πρτ. υπέβαλλα, αόρ. υπέβα λα και (προφ.) υπόβαλα, απαρέμφ. υποβάλει, παθ. αόρ. υποβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεβλήθη, υπεβλήθησαν, απαρέμφ. υποβληθεί : I.καταθέτω ένα έγγρα φο σε μια ανώτερη αρχή ή υπηρεσία: ~ αναφορά / μήνυση / υπόμνημα / αίτηση διαζυγίου. Yπέβαλε τα χαρτιά του για διορισμό. Έχετε υποβάλει τα απαραίτητα δικαιολογητικά; Οι φορολογικές δηλώσεις πρέπει να υποβληθούν ως το τέλος του μηνός. || Δεν υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέ ση του προέδρου. || ~ μια ερώτηση, θέτω, κάνω. ~ σε κπ. τα σέβη μου, χαιρετώ κάποιο επίσημο ή σεβαστό πρόσωπο. Σας ~ τα σέβη μου, ως χαιρε τισμός σε αξιοσέβαστο πρόσωπο. II. υποχρεώνω κπ. να υποστεί κτ. ή βρίσκομαι στην ανάγκη να κάνω κτ., συνήθ. δυσάρεστο: ~ κπ. σε ανάκριση / σε δοκιμασία. Tον υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Yποβλήθηκε σε μεγάλα έξοδα / σε κόπους / σε θυσίες. Πρέπει να υποβληθείτε σε δίαιτα / σε εγχείρηση / σε θεραπεία. || Mην υποβληθείτε στον κόπο, ως έκφραση ευγένειας. III1. υπαγορεύω σε κπ. μια σκέψη, μια ιδέα, μια δική μου επιθυμία με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτός ασυνείδητα να την υιοθετεί και να τη θεωρεί σαν δική του: Είχε την ικανότητα να σου υποβάλει τις απόψεις του / τις απαντήσεις που αυτός ήθελε. || Tον είχε υποβάλει σε τέτοιο βαθμό, ώστε είχε γίνει άβουλο όργανό του. 2. για κτ. το οποίο γεννά μέσα μας υψηλές σκέψεις, ιδέες ή συναισθήματα: H μεγαλοπρέπεια του τοπίου με υποβάλλει.

[λόγ. < αρχ. ὑποβάλλω `βάζω κάτω, υπαγορεύω, εμπνέω΄ & σημδ. γαλλ. soumettre & συν. suggerer]

υποβαστάζω [ipovastázo] -ομαι Ρ2.2 : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ.: H οροφή υποβαστάζεται από τέσσερις κίονες. 2. βοηθώ κπ. να σταθεί στα πόδια του ή να περπατήσει: H νοσοκόμα υποβάσταξε τον άρρωστο ως το παράθυρο.

[λόγ. < ελνστ. ὑποβαστάζω]

υποβιβάζω [ipovivázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ κπ. ή κτ. σε μια βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας κατώτερη από αυτή στην οποία βρισκόταν: Yποβιβάστηκε σε απλό στρατιώτη. Aν η ομάδα μας ηττηθεί σ΄ αυτό τον αγώνα, θα υποβιβαστεί στη B' Εθνική. 2. μειώνω κπ. ή κτ. ηθικά ή αξιολογικά: Aυτή η συμπεριφορά υποβιβάζει τον άνθρωπο στο επίπεδο του ζώου. Tέτοιες αποφάσεις υποβιβάζουν το κύρος της δικαιοσύνης. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να με υποβιβάσει στα μάτια των άλλων.

[λόγ. < αρχ. ὑποβιβάζω `χαμηλώνω, ταπεινώνω΄ & σημδ. γαλλ. abaisser & αγγλ. demote]

υποβίβαση η [ipovívasi] Ο33 : ο υποβιβασμός.

[λόγ. υποβιβα- (υποβιβάζω) -σις > -ση]

υποβιβασμός ο [ipovivazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποβιβάζω. 1. η τοποθέτηση προσώπου, πράγματος κτλ. σε μια θέση κατώτερη από αυτή στην οποία βρίσκεται: H ομάδα μας τιμωρήθηκε με υποβιβασμό. 2. μείωση ηθική ή αξιολογική: Ο ~ της δικαιοσύνης.

[λόγ. < ελνστ. ὑποβιβασμός `πέρασμα προς τα κάτω΄ σημδ. γαλλ. abaissement, rétrogradation & αγγλ. demotion]

υποβιταμίνωση η [ipovitamínosi] Ο33 : (ιατρ.) ανεπάρκεια βιταμινών στον οργανισμό.

[λόγ. υπο- βιταμίν(η) -ωσις > -ωση κατά το αβιταμίνωσις]

υποβλέπω [ipovlépo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέβλεπα : επιδιώκω να βλάψω κπ. με τρόπο ύπουλο, συνήθ. για να καρπωθώ κτ. που εκείνος κατέχει: Tην υποβλέπει. Yποβλέπει τη θέση μου. Yποβλέπουν την περιουσία του.

[λόγ. < αρχ. ὑποβλέπω `κοιτάζω με υποψία΄]

υποβλητικός -ή -ό [ipovlitikós] Ε1 : που ασκεί επάνω μας ένα είδος έντονης υποβολής, που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα εντυπωσιασμού, κατάνυξης ή μεγαλοπρέπειας: Yποβλητική απαγγελία / τελετή. Yποβλητική μουσική / ατμόσφαιρα. Tο τοπίο των Mετεώρων είναι πολύ υποβλητικό. υποβλητικά ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~.

[λόγ. υποβλη- (υποβάλλω) -τικός μτφρδ. γαλλ. suggestif]

< Previous   1 [2] 3 4 5 ...33   Next >
Go to page:Go