Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υπεράνω
1 item total
υπεράνω [iperáno] επίρρ. : (λόγ., με γεν.) πάνω από, συνήθ. σε εκφράσεις ~ πάσης υποψίας, για πρόσωπο που το ήθος του και η συμπεριφορά του δεν επιτρέπει να το υποψιαστεί κανείς για κάποια άδικη πράξη. ~ χρημάτων, για κπ. που δεν ενδιαφέρεται για το χρήμα.

[λόγ. < αρχ. ὑπεράνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go