Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υλοτομια
1 item total
υλοτομία η [ilotomía] Ο25 : 1.η συστηματική κοπή δέντρων με σκοπό την παραγωγή ξυλείας· υλοτόμηση: Nόμιμη / παράνομη ~. 2. εκμετάλλευση της ξυλείας των δασών.

[λόγ. < αρχ. ὑλοτομία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go