Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τυρέμπορος
1 item total
τυρέμπορος ο [tirémboros] Ο20α & τυρέμπορας ο [tirémboras] Ο5 : έμπορος τυριών.

[λόγ. τυρ(ός) + έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go