Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- τσούλα η [tsúla] Ο25α : χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης ή ανάγωγης.
τσουλίτσα η YΠΟKΟΡ. τσουλάρα η MΕΓΕΘ ανήθικη ή ανάγωγη σε πολύ μεγάλο βαθμό. [παλ. ιταλ. ciulla `κοπέλα΄· τσούλ(α) -ίτσα, -άρα]
- τσουλώ [tsuló] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) κυλώ1: ~ το καρότσι / το μωρό με το καρότσι. || Οι ρόδες δεν τσουλάνε καλά. Tο αυτοκίνητο δεν τσουλάει, δεν κινείται, είναι χαλασμένο. ΦΡ (λαϊκ.) η υπόθεση τσουλάει, πάει καλά.
[*τσυλώ ( [i > u] από επίδρ. του [l] ) < κυλώ με τροπή [
> ts] πριν από [i] ]



