Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τσιγαροθήκη
1 item total
τσιγαροθήκη η [tsiγaroθíki] Ο30 : μεταλλική ή δερμάτινη θήκη για τσιγάρα, επιτραπέζια ή της τσέπης· ταμπακιέρα.

[λόγ. σιγαροθήκη < σιγάρ(ον) -ο- + -θήκη ( [s > ts] κατά το τσιγάρο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go