Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τσιγαροθήκη η [tsiγaroθíki] Ο30 : μεταλλική ή δερμάτινη θήκη για τσιγάρα, επιτραπέζια ή της τσέπης· ταμπακιέρα.
[λόγ. σιγαροθήκη < σιγάρ(ον) -ο- + -θήκη ( [s > ts] κατά το τσιγάρο)]



