Dictionary of Standard Modern Greek
| 28 items total [21 - 28] | << First < Previous Next > Last >> |
- τρίστιχος -η -ο [trístixos] Ε5 : που αποτελείται από τρεις στίχους: Tρίστιχη στροφή. || (ως ουσ.) το τρίστιχο, στροφή με τρεις στίχους: Tο σονέτο αποτελείται από δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα.
[λόγ. < ελνστ. τρίστιχος `με τρεις αράδες΄ σημδ. ιταλ. terzina]
- τρίστρατο το [trístrato] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) το σημείο όπου ένας δρόμος διακλαδίζεται σε δύο ή όπου συναντιούνται τρεις δρόμοι· σταυροδρόμι.
[μσν. τρίστρατον < τρι- 1 + στράτ(α) -ον]
- τρίστυλος -η -ο [trístilos] Ε5 : που έχει τρεις κίονες.
[λόγ. < μσν. τρίστυλος < τρι- 1 + στύλ(ος) -ος]
- τρισυλλαβία η [trisilavía] Ο25 : η ιδιότητα του τρισύλλαβου: Ο νόμος της τρισυλλαβίας, σύμφωνα με τον οποίο καμιά ελληνική λέξη δεν τονίζεται πέρα από την προπαραλήγουσα.
[λόγ. < μσν. τρισυλλαβία `έκταση τριών συλλαβών΄ < τρισύλλαβ(ος) -ία σημδ. γερμ. Dreisilbengesetz]
- τρισύλλαβος -η -ο [trisílavos] Ε5 : που έχει τρεις συλλαβές: H λέξη μαχαίρι είναι τρισύλλαβη. || (ως ουσ.) το τρισύλλαβο, λέξη με τρεις συλλαβές.
[λόγ. < ελνστ. τρισύλλαβος]
- τρισυπόστατος -η -ο [trisipóstatos] Ε5 : 1. που έχει τρεις υποστάσεις, τρεις μορφές: H τρισυπόστατη θεότητα, η Aγία Tριάδα. || (ως ουσ.) το τρισυπόστατο: Tο τρισυπόστατο της θεότητας. 2. ~ ναός, αφιερωμένος στη μνήμη τριών αγίων.
[λόγ. < ελνστ. τρισυπόστατος]
- τρισχειρότερος -η -ο [trisxiróteros] Ε5 : που είναι πολύ χειρότερος από κπ. ή από κτ. άλλο, ως επιτατικό του χειρότερος: Πήγες να το διορθώσεις και το έκανες τρισχειρότερο από πριν.
τρισχειρότερα ΕΠIΡΡ. [τρισ- + χειρότερος]
- τρισχιλιετής -ής -ές [trisxilietís] Ε10 : που έχει διάρκεια τριών χιλιετιών: H ~ ελληνική ιστορία.
[λόγ. < ελνστ. τρισχιλιέτης με μετακ. τόνου κατά τα τετραετής, δεκαετής]



