Dictionary of Standard Modern Greek
| 6 items total [1 - 6] | << First < Previous Next > Last >> |
- τοξικολογία η [toksikolojía] Ο25 : κλάδος της φαρμακολογίας που ασχολείται με τις τοξικές ουσίες, με την επίδρασή τους στον οργανισμό και με τη θεραπεία των δηλητηριάσεων.
[λόγ. < γαλλ. toxicologie < toxico- = τοξικό(ς) + -logie = -λογία]
- τοξικολογικός -ή -ό [toksikolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τοξικολογία: Tοξικολογικές μελέτες / έρευνες. Ο ιατροδικαστής διέταξε τοξικολογική εξέταση των σπλάχνων του νεκρού.
[λόγ. < γαλλ. toxicologique < toxicolog(ie) = τοξικολογ(ία) -ique = -ικός]
- τοξικομανής -ής -ές [toksikomanís] Ε10 : που πάσχει από τοξικομανία· ναρκομανής: Tοξικομανή άτομα. || (συνήθ. ως ουσ.) ο τοξικομανής, θηλ. τοξικομανής: Kέντρο αποτοξίνωσης τοξικομανών.
[λόγ. < γαλλ. toxico mane < toxico(manie) = τοξικο(μανία) -mane = -μανής]
- τοξικομανία η [toksikomanía] Ο25 : νοσηρή κατάσταση που προκαλείται από την παρατεταμένη χρήση τοξικών ουσιών και που χαρακτηρίζεται από τον εθισμό του οργανισμού στις παραπάνω ουσίες.
[λόγ. < γαλλ. toxicomanie < toxico- = τοξικό(ς) + -manie = -μανία]
- τοξικός -ή -ό [toksikós] Ε1 : που ενεργεί ως δηλητήριο: Tοξικές ουσίες. Tοξικά φάρμακα. Tοξικά φαινόμενα, που προέρχονται από δηλητηρίαση. Εργάτες δηλητηριάστηκαν από τοξικά αέρια.
τοξικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. toxique (στη νέα σημ.) < λατ. toxicus < αρχ. τό τοξικόν φάρμακον `δηλητήριο για βέλη΄]
- τοξικότητα η [toksikótita] Ο28 : η ιδιότητα μιας ουσίας να είναι τοξική, καθώς και η ελάχιστη θανατηφόρα για τον οργανισμό δόση μιας τοξικής ουσίας: Ορισμένα φάρμακα παρουσιάζουν αυξημένη ~.
[λόγ. τοξικ(ός) -ότης > -ότητα]



