Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τι
69 items total [61 - 69]
τιτανομαχία η [titanomaxía] Ο25 : 1. (μυθ.) η μάχη ανάμεσα στους Tιτάνες και στους θεούς του Ολύμπου. 2. (μτφ.) υπεράνθρωπος αγώνας ανάμεσα σε πανίσχυρους αντιπάλους· γιγαντομαχία.

[λόγ. < ελνστ. τιτανομαχία]

τιτιβίζω [titivízo] Ρ2.1α : 1. (για πτηνό) βγάζω μια σειρά από μικρές φωνές, από πολύ μικρής διάρκειας ήχους: Xιλιάδες πουλιά τιτιβίζουν στο δάσος. 2. (μτφ., συνήθ. για παιδιά) μιλώ αδιάκοπα και η φωνή μου ακούγεται σαν τιτίβισμα πουλιών.

[ελνστ. τιττυβίζω (ηχομιμ.) (ορθογρ. απλοπ.)]

τιτίβισμα το [titívizma] Ο49 : η ενέργεια του τιτιβίζω, η φωνή του μικρού πουλιού, και μτφ., οι φωνές των μικρών παιδιών: H αυλή του σχολείου γέμιζε από τα τιτιβίσματα των μικρών μαθητών. Οι φωνούλες των παιδιών ακούγονταν σαν ~ πουλιών.

[τιτιβισ- (τιτιβίζω) -μα]

τιτίζης ο [titízis] Ο11 θηλ. τιτίζα [titíza] Ο25α : (μειωτ., προφ.) άνθρωπος σχολαστικά λεπτολόγος.

[τουρκ. titiz -ης· τιτίζ(ης) -α]

τίτλος ο [títlos] Ο18 : 1α. ονομασία ενός επιστημονικού, φιλοσοφικού ή λογοτεχνικού έργου (που μπαίνει στην αρχή του βιβλίου) ή ενός θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου, που ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του: «Ο καπετάν Mιχάλης» είναι ο ~ ενός από τα πιο γνωστά έργα του Nίκου Kαζαντζάκη. || επιγραφή κεφαλαίου ενός βιβλίου· επικεφαλίδα. β. λέξη ή φράση με χοντρά τυπογραφικά στοιχεία, που μπαίνει στην αρχή ενός άρθρου εφημερίδας ή περιοδικού και που είναι ανάλογη με το περιεχόμενό του: H είδηση για το έγκλημα μπήκε στην πρώτη σελίδα με χτυπητούς τίτλους. Σήμερα δεν πρόλαβα να διαβάσω ούτε τους τίτλους της εφημερίδας. γ. (πληθ.) τα ονόματα των συντελεστών μιας ταινίας που προβάλλονται στην αρχή. 2. επωνυμία που δίνουν σε κάποιο πρόσωπο. α. ~ ευγενείας, που τον κατέχει άτομο το οποίο κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια: Πρίγκιπας, δούκας, κόμης είναι τίτλοι ευγενείας. Στην Ελλάδα ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται τίτλοι ευγενείας. β. τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων: «Mακαριότατος» είναι ανώτατος εκκλησιαστικός ~. γ. δηλωτικό αξιώματος, λειτουργήματος: Ο ~ του πρωθυπουργού / του στρατηγού / του καθηγητή. δ. ιδιότητα που δημιουργούν οι οικογενειακές ή οι κοινωνικές σχέσεις: Ο ~ της μητέρας / του πατέρα / του παιδαγωγού δημιουργεί βαριές ευθύνες. ε. διάκριση που αποκτά ένα άτομο με την προσφορά του ή με την επίδοσή του σε έναν τομέα: Aπό τα χρόνια της Kατοχής / της δικτατορίας διαθέτει αντιστασιακούς τίτλους. Πολλά παιδιά προσπαθούν να αποκτήσουν τον τίτλο του καλού μαθητή. H ποδοσφαιρική ομάδα μας θα διεκδικήσει τον τίτλο της πρωταθλήτριας. 3. έγγραφο που αποδεικνύει το δικαίωμα ενός ατόμου σε κτ.: Kαθαρός / πλαστός ~. Tίτλοι κληρονομιάς / ιδιοκτησίας / κυριότητας, διαθήκες, συμβόλαια κτλ. Tίτλοι σπουδών, ενδεικτικό, απολυτήριο, δίπλωμα κτλ. || Tίτλοι (χρηματιστηρίου), ομολογίες, μετοχές κτλ.: Ονομαστικοί / ανώνυμοι τίτλοι. Άυλοι τίτλοι, τραπεζικός λογαριασμός μέσο του οποίου μπορεί ο επενδυτής να αγορά ζει, να ρευστοποιεί και να μεταβιβάζει τίτλους του δημοσίου. Επενδύω σε τίτλους. 4. (χημ.) αναλογία περιεκτικότητας σε σχέση με κάποιο από τα συστατικά που αποτελούν ένα κράμα μετάλλων ή ένα διάλυμα.

[λόγ. < ελνστ. τίτλος `επιγραφή, επικεφαλίδα΄ < λατ. titulus & σημδ. γαλλ. titre (< λατ. titulus)]

τιτλούχος -ος / -α -ο [titlúxos] Ε14 : (για πρόσ.) που κατέχει έναν τίτλο, συνήθ. ευγενείας. || (ως ουσ.) ο τιτλούχος.

[λόγ. τίτλ(ος) + -ούχος απόδ. γαλλ. titré]

τιτλοφορώ [titloforó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω, βάζω τίτλο σε ένα σύγγραμμα, σε ένα λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο. || (για πρόσ. στη μπε.) ο τιτλοφορούμενος, ο επονομαζόμενος.

[λόγ. τίτλ(ος) -ο- + -φορώ απόδ. γαλλ. intituler, s΄intituler]

τιτουλάριος ο [titulários] Ο20α : (εκκλ.) βοηθός επίσκοπος που χειροτονείται με τον τίτλο επισκοπής που έχει καταργηθεί.

[λόγ. < λατ. titul(us) `τίτλος΄ -άριος μτφρδ. γαλλ. titulaire (< λατ. titul(us) -aire)]

τουρμπάν το [turbán] & τιρμπάν το [tirbán] Ο (άκλ.) : είδος γυναικείου καπέλου από ύφασμα που σχηματίζει πτυχώσεις: Φορούσε ένα μαύρο ~. Έδεσε στο κεφάλι της το μαντίλι σαν ~.

[τιρ-: λόγ. < γαλλ. turban < τουρκ. tülbend < περσ. dulband· τουρ-: λόγ. ορθογρ. δαν.]

< Previous   1... 3 4 5 6 [7]   Next >
Go to page:Go