Dictionary of Standard Modern Greek
| 73 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- τηλαισθησία η [tilesθisía] Ο25 : στην παραψυχολογία, εντύπωση που δέχεται κάποιος από απόσταση, χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων ή των τηλεπικοινωνιακών μέσων· (πρβ. τηλεπάθεια).
[λόγ. < γαλλ. télésthésie < télé- = τηλ(ε)- + αρχ. αἴσθησ(ις) -ie = -ία]
- τηλαυγής -ής -ές [tilavjís] Ε10 : (λόγ.) που φωτίζει μακριά, κυρίως στην έκφραση φάρος* ~.
[λόγ. < αρχ. τηλαυγής]
- τηλε- [tile] & τηλέ- [tilé], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & τηλ- [til], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [e] ή σε παλαιότε ρη σύνθεση από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους. 1. με την έννοια μακριά, από απόσταση: τηλεπικοινωνία, τηλέφωνο· ~φω νώ· ~κατευθυνόμενος, τηλεπικοινωνιακός· τηλαυγής. || (επιστ.): τηλαισθησία, ~κινησία, ~πάθεια· σε επιστημονικά ή γενικά ειδικής χρήσεως όργανα: τηλέγραφος, ~θερμόμετρο, τηλέμετρο, ~ταχύμετρο, τηλέτυπο. 2. με αναφορά σε ό,τι έχει σχέση με την τηλεόραση: ~θεατής, ~παρουσιαστής· ~σινεμά, ~ταινία.
[λόγ. < διεθ. tel(e)- < λατ. tel(e)- < αρχ. α' συνθ. τηλ(ε)- < επίρρ. τῆλε `σε απόσταση, μακριά΄ (αρχ. όν. Τηλε-βόας `που η φω νή του φτάνει μακριά΄, τηλε-κλειτοί `με απλωμένη φήμη΄): τηλε-σκόπιο < νλατ. telescopium, τηλέ-φωνο < αγγλ. telephone, τηλε-κινησία < γαλλ. télékinésie, τηλε-πάθεια < αγγλ. telepathy & μτφρδ.: τηλε-όραση < γαλλ. télévision, τηλε-διάσκεψη < αγγλ. teleconference, τηλε-φακός < γερμ. Teleobjektiv]
- τηλεβόας ο [tilevóas] Ο2 : φορητό μεταλλικό όργανο με κωνικό σχήμα, που τοποθετείται μπροστά στο στόμα και ενισχύει τη φωνή, ώστε να ακούγεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση: Ο ~ καραβιού. Hλεκτρικός ~, τρόμπα μαρίνα.
[λόγ. < αρχ. Τηλεβόας (κύρ. όν.) `που η φω νή του φτάνει μακριά΄]
- τηλεβόλο το [tilevólo] Ο39 : (παρωχ.) όπλο που ρίχνει βλήματα σε μεγάλες αποστάσεις· πυροβόλο, κανόνι.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. τηλεβόλος `που ρίχνει μακριά΄ (ενν. π.χ. τόξο)]
- τηλεγραφείο το [tileγrafío] Ο39 : η υπηρεσία που δεχόταν και έστελνε τα τηλεγραφήματα και το κτίριο όπου μπορούσε κανείς να καταθέσει ένα τηλεγράφημα.
[λόγ. τηλέγραφ(ος) 1 -είον]
- τηλεγράφημα το [tileγráfima] Ο49 : 1α. σύντομο κείμενο, συνήθ. χωρίς άρθρα και προθέσεις, που περιέχει ένα μήνυμα και διαβιβάζεται με το ραδιοτηλέγραφο ή με το τηλέφωνο από τις υπηρεσίες των τηλεπικοινωνιών: Kαταθέτω / στέλνω / λαβαίνω / παίρνω ένα ~. Tηλεφωνούμενα τηλεγραφήματα, που τα καταθέτουν από το τηλέφωνο. ~ με απάντηση πληρωμένη. ~ ειδησεογραφικού πρακτορείου. Ευχετήριο / συγχαρητήριο / συλλυπητήριο ~. β. σε σχήμα υπερβολής, για ένα πολύ σύντομο κείμενο, συνήθ. για γράμμα. 2. φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο είναι γραμμένο το τηλεγράφημα: ~ πολυτελείας, σε χαρτί πολυτελείας.
[λόγ. τηλεγραφη- (τηλεγραφώ) -μα μτφρδ. γαλλ. télégramme < télé- = τηλε- + αρχ. γράμμα]
- τηλεγραφητής ο [tileγrafitís] Ο7 θηλ. τηλεγραφήτρια [tileγrafítria] Ο27 : αυτός που χειριζόταν τον τηλέγραφο· (πρβ. ραδιοτηλεγραφητής).
[λόγ. τηλεγραφη- (τηλεγραφώ) -τής μτφρδ. γαλλ. télégraphiste· λόγ. τηλεγρα φη(τής) -τρια]
- τηλεγραφία η [tileγrafía] Ο25 : σύστημα επικοινωνίας με τον ηλεκτρικό τηλέγραφο.
[λόγ. < γαλλ. télégraphie < télégraph(e) = τηλέγραφ(ος) 1 -ie = -ία]
- τηλεγραφικός -ή -ό [tileγrafikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την τηλεγραφία ή με το τηλεγράφημα: Tηλεγραφικά σύρματα. ~ κώδικας. Tηλεγραφικά τέλη. 2. που διαβιβάζεται ή που γίνεται με τηλεγράφημα: Tηλεγραφική επιταγή / είδηση / επικοινωνία. Tηλεγραφική απάντηση, και με επέκταση, πολύ σύντομη απάντηση.
τηλεγραφικά ΕΠIΡΡ α. με τηλεγράφημα: Aπαντώ / ειδοποιώ ~. β. με πολύ λίγα λόγια: Mου απάντησε ~. [λόγ. < γαλλ. télégraphique < télégraph(e) = τηλέγραφ(ος) 1 -ique = -ικός]



