Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τεκμαρτός
1 item total
τεκμαρτός -ή -ό [tekmartós] Ε1 : που αποδεικνύεται με τεκμήρια: Tεκμαρτό εισόδημα / ενοίκιο, που υπολογίζεται με βάση τα φορολογικά τεκμήρια.

[λόγ. < αρχ. τεκμαρτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go