Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ταμάχι
2 items total [1 - 2]
ταμάχι το [tamáxi] Ο44 : (λαϊκότρ.) πλεονεξία, λαιμαργία: Εσένα παιδάκι μου θα σε φάει το ~.

[τουρκ. tamah (από τα αραβ.) ]

ταμαχιάρης -α -ικο [tamaxáris] Ε9 : (λαϊκότρ.) πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. || (ως ουσ.).

[ταμάχ(ι) -ιάρης (πρβ. τουρκ. tamahkâr)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go