Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τέναγος
1 item total
τέναγος το [ténaγos] Ο47 : έκταση που καλύπτεται από ρηχά νερά κοντά σε αμμώδεις παραλίες, στις εκβολές ποταμών ή στις όχθες λιμνών.

[λόγ. < αρχ. τέναγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go