Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.928 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλαμούρα η [salamúra] Ο25α : (προφ.) άρμη για τη συντήρηση διάφορων τροφίμων. || χαρακτηρισμός πολύ αλμυρού φαγητού: ~ το ΄κανες το φαΐ!
[παλ. ιταλ. ή βεν. salamora ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- σαλάτα η [saláta] Ο25 : 1. λαχανικά ωμά ή βρασμένα στα οποία προσθέτουν λάδι, αλάτι, ξίδι ή λεμόνι και τα οποία σερβίρονται ως συμπληρωμα τικό του κυρίως φαγητού: Kόβω / ανακατεύω τη ~. Mαρούλι / λάχανο ~. Παντζάρια / χόρτα ~. ~ εποχής. Θα φάω μόνο μια ~. || Πράσινη ~, ονομασία του σγουρού μαρουλιού. 2. γενική ονομασία διάφορων ορεκτικών, των οποίων τα υλικά είναι ανακατωμένα με καρυκεύματα, όπως η ταραμοσαλάτα, το τζατζίκι, η μελιτζανοσαλάτα κτλ. || Ρώσικη ~, κομματάκια από βρασμένα λαχανικά ανακατεμένα με μαγιονέζα. ΦΡ τα κά νω ~, για μπέρδεμα, σύγχυση που οδηγεί σε παταγώδη αποτυχία: Tα ΄κα να ~ στις εξετάσεις.
σαλατίτσα η YΠΟKΟΡ. σαλατούλα η YΠΟKΟΡ. [βεν. salata· σαλάτ(α) -ίτσα, -ούλα]
- σαλατιέρα η [salatxéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος μέσα στο οποίο σερβίρεται η σαλάτα.
[σαλάτ(α) -ιέρα]
- σαλατικό το [salatikó] Ο38 : γενική ονομασία για κάθε λαχανικό το οποίο είναι κατάλληλο για σαλάτα. || η σαλάτα1.
[σαλάτ(α) -ικό, ουδ. του -ικός]
- σαλβάρι το [salvári] Ο44 : είδος φαρδιού παντελονιού, που σουρώνει στον αστράγαλο και στη μέση, παραδοσιακό ρούχο, κυρίως στην Aνατολή, από τα πολύ παλιά χρόνια.
[τουρκ. şalvar (από τα περσ.) -ι]
- σαλέ το [salé] Ο (άκλ.) : τύπος ορεινού ξύλινου σπιτιού της περιοχής των Άλπεων. || αντίστοιχος τύπος εξοχικής κατοικίας.
[λόγ. < γαλλ. chalet]
- σάλεμα το [sálema] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σαλεύω. 1. ελαφρά μετακίνηση, μετατόπιση μέσα σε πολύ περιορισμένο χώ ρο: Tο ~ των φύλλων. Ενός πουλιού το ~. 2. (μτφ.): Tο ~ του νου, η τρέ λα.
[μσν. σάλεμα < ελνστ. σάλευμα `αναταραχή΄ με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- σαλέπι το [salépi] Ο44 : α. κοινή ονομασία φυτού που είναι ποώδες, πολυετές και κονδυλόρριζο, και του οποίου οι ρίζες χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός θερμαντικού ποτού. β. το ποτό που γίνεται από το παραπάνω φυτό.
[τουρκ. salep (από τα αραβ.) -ι]
- σαλεπιτζής ο [salepidzís] Ο8 : πλανόδιος πωλητής σαλεπιούβ.
[σαλέπ(ι) -ιτζής (πρβ. τουρκ. salepçi)]
- σαλεύω [salévo] Ρ5.2α μππ. σαλεμένος : 1. κάνω μια ελαφρά κίνηση, μετα τοπίζομαι ελαφρά μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο: Kάτι σαλεύει μέσα στα χόρτα. Tα φύλλα των δέντρων σάλευαν στην πρωινή αύρα. Δε σάλε ψε καθόλου από τη θέση του. Mόλις και σάλεψαν τα χείλη του. 2. (μτφ.): Σαλεύει το μυαλό του ανθρώπου, τρελαίνεται. Σάλεψε ο νους του. Σάλεψες;, τρελάθηκες; Είναι σαλεμένος, είναι τρελός.
[αρχ. σαλεύω]



