Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σφιγκτήρας
1 item total
σφιγκτήρας ο [sfiŋgtíras] Ο2 : 1.(ανατ.) κυκλικός συσταλτός μυς, που κλείνει το στόμιο μιας κοιλότητας ή ενός πόρου του σώματος: Ο ~ του πρωκτού, δακτύλιος. 2. (τεχν.) μεταλλικό εξάρτημα που σφίγγει και συγκρατεί κτ.

[λόγ. < ελνστ. σφιγκτήρ, αιτ. -ῆρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go