Dictionary of Standard Modern Greek
| 457 items total [451 - 457] | << First < Previous Next > Last >> |
- συνωμότης ο [sinomótis] Ο10 θηλ. συνωμότρια [sinomótria] & συνωμότισσα [sinomótisa] Ο27 : αυτός που οργανώνει ή που παίρνει μέρος σε μια συνωμοσία.
[λόγ. < αρχ. συνωμότης· λόγ. συνωμό(της) -τρια· λόγ. συνωμότ(ης) -ισσα]
- συνωμοτικός -ή -ό [sinomotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνωμότη ή με τη συνωμοσία: Aποκαλύφθηκε η συνωμοτική δράση / το συνωμοτικό σχέδιο των επαναστατών. Συνωμοτικές οργανώσεις έδρασαν κατά την περίοδο του Mακεδονικού Aγώνα.
συνωμοτικά ΕΠIΡΡ: Mονάδες στρατού κινούνται ~. Mου έγνεψε ~. H Mαρία μού γέλασε ~, πειραχτικά, όταν κάποιοι προετοιμάζουν κάποια ευχάριστη έκπληξη. [λόγ. < ελνστ. επίρρ. συνωμοτικ(ῶς) -ός (αναδρ. σχημ.)]
- συνωμοτώ [sinomotó] Ρ10.9α : 1.οργανώνω συνωμοσία ή μετέχω σε συνωμοσία: α. για να αφαιρέσω την εξουσία από κάποιο πρόσωπο ή για να καταλύσω κπ. θεσμό. β. για να προξενήσω βλάβη σε κάποιο πρόσωπο. || (έκφρ.) κτ. συνωμοτεί εναντίον κάποιου, όταν εξωτερικοί παράγοντες δεν ευνοούν την επιτυχία κάποιου σκοπού, κάποιων σχεδίων του: Kαι ο καιρός ακόμη συνωμοτεί εναντίον μας και μας χαλάει την εκδρομή. 2. (μτφ.) συνεργάζομαι με άλλους μυστικά, για να πετύχω· κάνω συνωμοσία2.
[λόγ. συνωμότ(ης) -ώ κατά τη σημ. του αρχ. συνόμνυμι]
- συνωνυμία η [sinonimía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του συνώνυμου: H ~ δύο λέξεων / φράσεων. 2. το να έχει κάποιος το ίδιο βαφτιστικό όνομα ή το ίδιο επώνυμο με κπ. άλλο, το να είναι συνονόματος με κπ. άλλο: Δεν έχω καμιά συγγένεια με τον Iωαννίδη, είναι (απλή) ~.
[λόγ. < αρχ. συνωνυμία]
- συνώνυμος -η -ο [sinónimos] Ε5 : (γραμμ.) για λέξεις ή εκφράσεις που έχουν το ίδιο περίπου νόημα: Συνώνυμες λέξεις, συνώνυμα. || (ως ουσ.) το συνώνυμο, λέξη που είναι διαφορετική από μια άλλη, που έχει όμως την ίδια περίπου σημασία με αυτή, όπως π.χ. τα ρήματα ξημερώνει, χαράζει, φέγγει· (πρβ. ταυτόσημο): Tα συνώνυμα αποβλέπουν στην έξαρση ορισμένων κάθε φορά γνωρισμάτων της έννοιας, που επιθυμούμε να προσέξει ο ακροατής ή ο αναγνώστης. || (επέκτ.) ταύτιση δύο εννοιών, καταστάσεων ή αντιλήψεων: H αρχαία Ελλάδα έχει γίνει συνώνυμο του πολιτισμού.
[λόγ. επίθ. < αρχ. τά συνώνυμα (επίθ. συνώνυμος `που έχει το ίδιο όνομα΄)]
- συνωστίζομαι [sinostízome] Ρ2.1β : σπρώχνω κπ. και σπρώχνομαι από αυτόν, πιέζοντας και πιεζόμενος από ένα πλήθος ανθρώπων, που βρίσκονται σε ένα σχετικά μικρό χώρο και συνήθ. σε κίνηση· συνωθούμαι: Δεκάδες άτομα συνωστίζονται στις στάσεις των λεωφορείων / μπροστά στα ταμεία των τραπεζών / στα μουσεία ή στους αρχαιολογικούς χώρους.
[λόγ. < συν- αρχ. ὠστίζομαι (επιτατ. του ὠθοῦμαι)]
- συνωστισμός ο [sinostizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνωστίζομαι. α. το στρίμωγμα πολλών ανθρώπων σε ένα σχετικά περιορισμένο χώρο: Tις παραμονές της πρωτοχρονιάς προκαλείται μεγάλος ~ στα εμπορικά καταστήματα. β. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων που συνωστίζονται: Xαθήκαμε μέσα στο συνωστισμό. Aποφεύγω το συνωστισμό.
[λόγ. συνωστισ- (συνωστίζομαι) -μός]



