Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συν
457 items total [441 - 450]
συνυπηρέτηση η [sinipirétisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνυπηρετώ: Οι σύζυγοι έχουν το δικαίωμα συνυπηρέτησης στην ίδια πόλη.

[λόγ. συνυπηρετη- (συνυπηρετώ) -σις > -ση]

συνυπηρετώ [sinipiretó] Ρ10.9α : υπηρετώ στην ίδια υπηρεσία ή στην ίδια πό λη μαζί με κπ. άλλο: Mε τη Σόφη συνυπηρετήσαμε στο Γυμνάσιο Άρτας.

[λόγ. < αρχ. συνυπηρετῶ `εξυπηρετώ, βοηθώ΄ κατά τη σημ. του υπηρετώ2]

συνυποβάλλω [sinipoválo] -ομαι Ρ (βλ. υποβάλλω) : υποβάλλω κτ., κυρίως έγγραφο, μαζί με κτ. άλλο: Mε την αίτηση πρέπει να συνυποβάλω / να συνυποβληθεί βεβαίωση της εφορίας.

[λόγ. < ελνστ. συνυποβάλλω]

συνυπογράφω [sinipoγráfo] -ομαι (βλ. υπογράφω) : υπογράφω ένα έγγραφο μαζί με άλλον ή με άλλους.

[λόγ. < ελνστ. συνυπογράφω]

συνυπολογίζω [sinipolojízo] -ομαι Ρ2.1 : υπολογίζω, λαμβάνω υπόψη σε έναν υπολογισμό και ένα ακόμη στοιχείο: Στο κόστος της οικοδομής πρέπει να συνυπολογιστεί και η αμοιβή του μηχανικού. Aν στην έλλειψη οικονομικών πόρων συνυπολογίσουμε και την έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού…

[λόγ. συν- υπολογίζω]

συνυπολογισμός ο [sinipolojizmós] Ο17 : η ενέργεια του συνυπολογίζω: Πρέπει να γίνει ~ του έκτακτου φόρου στην τελική τιμή του διαμερίσματος.

[λόγ. συνυπολογισ- (συνυπολογίζω) -μός]

συνυποσχετικό το [siniposxetikó] Ο38 : (νομ.) συμφωνητικό με το οποίο οι συμβαλλόμενοι υπόσχονται κτ. αμοιβαία.

[λόγ. συν- υποσχετικόν ουδ. του υποσχετικός]

συνυφαίνω [siniféno] -ομαι Ρ7.2 : 1.(σπάν.) υφαίνω μαζί, παρεμβάλλω κατά την ύφανση κάποιο διαφορετικό υλικό. 2. (μτφ.) α. ~ συνωμοσία / συκοφαντία κτλ., συνωμοτώ, συκοφαντώ· εξυφαίνω συνωμοσία / συκοφαντία. β. (συνήθ. στη μππ., με αφηρ. ουσ.) για κτ. που αναπτύσσεται μαζί με κτ. άλλο ή που βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με κτ. άλλο: H λύση του κυκλοφοριακού προβλήματος είναι άμεσα συνυφασμένη με τη δημιουργία οδικών αρτηριών. Στην τέχνη του λόγου, γλώσσα και ύφος είναι στενά συνυφασμένα. Kαταστάσεις που η μία συνυφαίνεται με την άλλη.

[λόγ. < αρχ. συνυφαίνω (2β: σημδ. αγγλ. interweave)]

συνωθούμαι [sinoθúme] Ρ10.9β : σπρώχνω και σπρώχνομαι, πιέζοντας και πιεζόμενος από ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκονται σε ένα σχετικά μικρό χώρο και συνήθ. σε κίνηση· συνωστίζομαι: Kαθημερινά οι πολίτες συνωθούνται στις θυρίδες των τραπεζών / στους κεντρικούς δρόμους.

[λόγ. < αρχ. συνωθοῦμαι]

συνωμοσία η [sinomosía] Ο25 : 1α.(νομ.) μυστική συνεννόηση ομάδας τριών τουλάχιστον ατόμων, που έχει σκοπό την ανατροπή μιας καθιερωμένης τάξης στον πολιτικό ή στο στρατιωτικό τομέα: Aξιωματικοί εξύφαναν ~ εναντίον της ηγεσίας του στρατού / για την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης. Συμμετοχή σε ~. Οργάνωση / αποκάλυψη συνωμοσίας. H ~ άπλωσε τα πλοκάμια της. β. μυστικές και ύπουλες ενέργειες δύο ή περισσότερων προσώπων, με σκοπό τη βλάβη ή την εξουδετέρωση κάποιου άλλου: Έκαναν ολόκληρη ~ για να εμποδίσουν την προαγωγή του / για να ματαιώσουν τα σχέδια των πολιτικών αντιπάλων τους. 2. μυστική συνεννόηση προσώπων ενός φιλικού ή συγγενικού κύκλου, που έχει σκοπό την προστασία ή την εξυπηρέτηση μέλους ή μελών που ανήκουν σ΄ αυτό: Έγινε ~ ολόκληρης της οικογένειας, για να τον εμποδίσουν να πουλήσει την περιουσία του. || (έκφρ.) ~ σιωπής, συμφωνημένη άρνηση να μη γίνει κτ. γνωστό, να μην έρθει κτ. στη δημοσιότητα.

[λόγ.: 1: αρχ. συνωμοσία· 2: σημδ. γαλλ. conspiration]

< Previous   1... 42 43 44 [45] 46   Next >
Go to page:Go