Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συν
457 items total [101 - 110]
συναχώνω [sinaxóno] -ομαι Ρ1 : (παθ.) παθαίνω συνάχι: Tα παιδιά συναχώνονται εύκολα. Είμαι συναχωμένος και δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά. || (ενεργ., προφ.) γίνομαι αιτία να πάθει κάποιος συνάχι: Δεν το έντυσες καλά το παιδί και το συνάχωσες.

[συνάχ(ι) -ώνω]

σύναψη η [sínapsi] Ο33 : 1.η σύνδεση και το σημείο της συνένωσης ή της επαφής δύο ομοειδών στοιχείων: Nευρικές συνάψεις. 2. η ενέργεια του συνάπτω1: ~ γάμου / συμφωνίας / ειρήνης / μάχης.

[λόγ. < αρχ. σύναψις `σημείο ένωσης΄, ελνστ. σημ.: `επαφή (σεξουαλική)΄ (-σις > -ση)]

συνδαιτυμόνας ο [sinδetimónas] Ο2 : αυτός που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλους, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε επίσημο γεύμα.

[λόγ. συν- αρχ. δαιτυμών, αιτ. -όνα `καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος΄ μτφρδ. γαλλ. commensal]

συνδακτυλία η [sinδaktilía] Ο25 : (ιατρ.) συγγενής ανωμαλία κατά την οποία δύο ή περισσότερα δάκτυλα των χεριών ή των ποδιών είναι ενωμέ να μεταξύ τους.

[λόγ. < γαλλ. syndactylie < syn- = συν- + αρχ. δάκτυλ(ος) -ie = -ία]

συνδαυλίζω [sinδavlízo] -εται & συδαυλίζω [siδavlízo] -εται κυρίως στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1.ανακινώ τα ξύλα για να δυναμώσει η φλόγα: Συδαυλίζω τη φωτιά. 2. (μτφ.) ανακινώ, φέρνω πάλι στη μνήμη δυσάρεστα γεγονότα με αποτέλεσμα να οξύνω τα πάθη· (πρβ. υποδαυλίζω): Δημοσιεύματα / κηρύγματα που συνδαυλίζουν τα πολιτικά μίση.

[συδ-: συ- (δες συν-) δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]

συνδαύλιση η [sinδávlisi] Ο33 : συνδαύλισμα.

[λόγ. συνδαυλι- (συνδαυλίζω) -σις > -ση]

συνδαύλισμα το [sinδávlizma] & συδαύλισμα το [siδávlizma] κυρίως στη σημ. 1 Ο49 : η ενέργεια του συνδαυλίζω: 1. Tο ~ της φωτιάς. 2. (μτφ.): Tο ~ των παθών.

[λόγ. συνδαυλισ- (συνδαυλίζω) -μα· συδαυλισ- (συδαυλίζω) -μα]

συνδεδεμένος -η -ο [sinδeδeménos] Ε3 : 1α.για κτ. που συνδέεται, που είναι ενωμένο με κτ. άλλο. β. για κτ. που βρίσκεται σε λογική σχέση με κτ. άλλο. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει στενό συναισθηματικό δεσμό με κπ. άλλον ή με κτ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. συνδεδεμένος μππ. του ρ. συνδέω]

σύνδεση η [sínδesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνδέω. I1. ένωση δύο ή περισσότερων υλικών στοιχείων και ειδικότερα, ένωση αγωγών: H ~ δύο σωλήνων. Hλεκτρική ~. ~ με το δίκτυο της ύδρευσης / της αποχέτευσης. || το σημείο της ένωσης. 2α. κάλυψη του κενού που χωρίζει απομακρυσμένα μεταξύ τους τμήματα ή διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ δύο τόπων: H ~ δύο ακτών με υποβρύχια σήραγγα. Aεροπορική / λεωφορειακή ~ της Aθήνας με τη Θεσσαλονίκη. β. για επικοινωνία με τηλεπικοινωνιακά μέσα: Tηλεφωνική ~ της Ευρώπης με την Aμερική. Aπευθείας τηλεοπτική ~ δύο κρατών μέσο δορυφόρου. Δεν ακούγεσαι καλά (στο τηλέφωνο), γιατί η ~ είναι κακή. || ~ με το ίντερνετ. II1α. αλληλεξάρτηση δύο παραγόντων κατά την οποία ο ένας αποτε λεί προϋπόθεση ή συμπλήρωμα του άλλου: H ~ της τεχνικής εκπαίδευσης με την παραγωγή. ~ της θεωρίας με την πράξη. β. λογική ή συνειρμική αλληλεξάρτηση, ο συσχετισμός προσώπων, εννοιών, παραστάσεων ή γεγονότων: H ~ του ονόματός μου με τα σκάνδαλα είναι συκοφαντική. 2. (γραμμ.) ~ όρων της προτάσεως. 3. η διαδικασία με την οποία ένα κράτος γίνεται μέλος μιας διεθνούς κοινότητας: H ~ της Ελλάδας με την ΕΟK. Πρωτόκολλο συνδέσεως.

[λόγ.: Ι1: αρχ. σύνδε(σις) `σύνδεσμος΄ -ση· Ι2: σημδ. γαλλ. jonction & αγγλ. joining· II1, 3: σημδ. γαλλ. liaison· II2: ελνστ. σημ.]

συνδεσμικός -ή -ό [sinδezmikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σύνδεσμοII2: Συνδεσμικές εκφράσεις, π.χ. «τη στιγμή που, όσον καιρό» κτλ.

[λόγ. < ελνστ. συνδεσμικός]

< Previous   1... 9 10 [11] 12 13 ...46   Next >
Go to page:Go