Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνοδοιπορία
1 εγγραφή
συνοδοιπορία η [sinoδiporía] Ο25 : 1.το να ακολουθεί κάποιος το δρόμο που χάραξε ένας πρωτοπόρος και συνήθ. μειωτικά, η υιοθέτηση της ιδεο λογικής γραμμής του κομμουνιστικού κόμματος. 2. (σπάν., παρωχ.) οδοιπορία μαζί με κπ. άλλον.

[λόγ.: 2: ελνστ. συνοδοιπορία· 1: σημδ. αγγλ. fellow-travel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες