Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμπεθεριά
3 items total [1 - 3]
συμπεθέρια τα [simbeθérja] Ο44α : (οικ.) οι συμπέθεροι: Ήρθαν τα ~ μας από τη Λάρισα.

[συμπέθερ(ος) -ια, πληθ. του κατά τα αδέρφια]

συμπεθεριά η [simbeθerjá] Ο24 : (οικ.) συγγενική σχέση που συνδέει τις δύο οικογένειες ενός ζευγαριού, συγγένεια εξ αγχιστείας· συμπεθεριό1: Έχουμε / κάναμε ~ με τους Iωαννίδηδες.

[μσν. συμπε(ν)θερία < συμπένθερ(ος) -ία με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

συμπεθεριάζω [simbeθerjázo] Ρ2.1α & συμπεθερεύω [simbeθerévo] Ρ5.2α : (οικ.) γίνομαι συγγενής εξ αγχιστείας με κπ.: Πάντρεψα την κόρη μου με το γιο του Γιάννη και συμπεθεριάσαμε. ΦΡ αν δεν ταιριάζαμε*, δε θα συμπεθεριάζαμε.

[μσν. συμπε(ν)θεριάζω < συμπένθερ(ος) -ιάζω με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · συμπέθερ(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go