Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στρώση
1 item total
στρώση η [strósi] Ο31 : 1.η κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό. α. το αποτέλεσμα του στρώνω, το στρώμαII: Mια ~ μπογιάς / άμμου / τσιμέντου. Δυο στρώσεις μακαρόνια και μια κιμά. β. η ενέργεια του στρώνω, το στρώσιμο. 2. το δάπεδο υπόγειας στοάς (σε ορυχεία κτλ.). 3. (γεωλ.) η διάταξη διάφορων πετρωμάτων κατά στρώματα.

[ελνστ. στρῶ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go