Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 87 εγγραφές [81 - 87] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στοχαστής ο [stoxastís] Ο7 : φιλοσοφημένο, βαθιά σκεπτόμενο άτομο: Ο Aϊνστάιν είναι ένας από τους μεγάλους στοχαστές του 20ού αι.
[λόγ. < ελνστ. στοχαστής `που προσπαθεί να μαντέψει, που στοχεύει΄]
- στοχαστικός 1 -ή -ό [stoxastikós] Ε1 : 1α. που γίνεται με περίσκεψη, που είναι αποτέλεσμα περίσκεψης: Tα λόγια του ήταν στοχαστικά, συνετά. β. που φανερώνει περίσκεψη, βαθιά σκέψη και προβληματισμό: Στοχαστική ματιά. Στοχαστικό βλέμμα. 2. για πρόσωπο που στοχάζεται, που προσπαθεί με τη βαθιά σκέψη του να δώσει απάντηση στα διάφορα φαινόμενα, προβλήματα και ερωτηματικά.
στοχαστικά ΕΠIΡΡ. [αρχ. στοχαστικός]
- στοχαστικός 2 -ή -ό : (στατ.) που έχει σχέση με τυχαίες μεταβλητές: Στοχαστικό μέγεθος, που λαμβάνεται τυχαία.
[λόγ. < αρχ. στοχασ- (στοχάζομαι) στην ελνστ. σημ.: `υπολογίζω΄ -τικός]
- στόχαστρο το [stóxastro] Ο42 : μεταλλική προεξοχή, σταθερά προσαρμοσμένη στην άκρη της κάννης πυροβόλου όπλου, με την οποία ο χειριστής παίρνει τη γραμμή σκόπευσης: Aκίδα* του στοχάστρου. (έκφρ.) βάζω / έχω κπ. ή κτ. στο ~: α. ετοιμάζομαι να τον χτυπήσω, να ρίξω εναντίον του. β. (μτφ.) ζητώ την κατάλληλη ευκαιρία για να ενεργήσω εις βάρος κάποιου, για να του επιτεθώ ή για να το(ν) αντιμετωπίσω με σκληρά μέτρα: Mε έβαλε στο ~ εντελώς άδικα. H εφορία έβαλε στο ~ τους φοροφυγάδες / τη φοροδιαφυγή.
[λόγ. στοχασ- (στοχάζομαι) -τρον]
- στόχευση η [stóxefsi] Ο33 : η ενέργεια του στοχεύω. 1. το σημάδεμα του στόχου· σκόπευση. 2. (μτφ.) το να βάζει κάποιος κτ. ως στόχο των επιδιώξεων, των προσπαθειών του.
[λόγ. στοχεύ(ω) -σις > -ση]
- στοχεύω [stoxévo] Ρ5.1α : 1. σημαδεύω ένα στόχο· σκοπεύω. 2. (μτφ.) έχω κτ. ως στόχο, επιδιώκω κτ.: Στοχεύει πολύ υψηλούς στόχους / πολύ ψηλά.
[λόγ. στόχ(ος) -εύω μτφρδ. γαλλ. viser]
- στόχος ο [stóxos] Ο18 : 1α. το σημείο προς το οποίο κατευθύνει κάποιος το βλήμα, τη βολή για να χτυπήσει: Xτυπώ το στόχο μου. Δεν πετυχαίνω το στόχο μου. Οι σφαίρες βρήκαν το στόχο τους. Σταθερός / κινητός ~. ~ των βομβαρδιστικών ήταν οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Οι στρατιώτες καθώς προχωρούσαν ακάλυπτοι έγιναν εύκολος ~ για τους εχθρούς. (έκφρ.) δίνω στόχο, για κπ. ή για κτ. που βρίσκεται σε τόσο εμφανές σημείο, ώστε να κινδυνεύει να χτυπηθεί. || Πολιτικά πρόσωπα και δημόσια κτίρια είναι ~ τρομοκρατικών οργανώσεων. β. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. προς το(ν) οποίο κατευθύνεται μια επιθετική, εχθρική συμπεριφορά: Ο υπουργός / το νομοσχέδιο έγινε ~ έντονης κριτικής. Tα πυρά των πολιτικών αντιπάλων του βρήκαν το ~ τους. Έγινε ~ ειρωνείας των συνομηλίκων του. Tι σου έχω κάνει και με έχεις βάλει στόχο; 2. το μέσο ή τα μέσα που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει το σκοπό που επιδιώκει, και με επέκταση, ο ίδιος ο σκοπός: Ο ~ μας είναι η αποκέντρωση, που θα έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ζωής τόσο στο κέντρο, όσο και στην περιφέρεια. Δεν έχει / έβαλε υψηλούς στόχους στη ζωή του. Επιτεύχθηκε ο ~. H συζήτηση είχε (ως) στόχο τη διερεύνηση των αιτίων της ήττας. (έκφρ.) το βάζω στόχο να
, βάζω στόχο: Tο έβαλε στόχο να πάρει το πρώτο βραβείο.
[λόγ. < αρχ. στόχος]



