Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στο
87 εγγραφές [71 - 80]
στουπί το [stupí] Ο43 : 1. μάζα από υφαντικές ίνες, συνήθ. καννάβινες ή λινές, που χρησιμοποιείται σαν πανί για τον καθαρισμό από υγρές και λιπαρές ουσίες ή για το φράξιμο ανοιγμάτων, για το καλαφάτισμα κτλ. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για κπ. που έχει μεθύσει πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι / είμαι τύφλα / σκνίπα. 2. (μτφ., μειωτ.) για τροφή που είναι στεγνή, σκληρή και άνοστη: Δε μου αρέσει το στήθος απ΄ το κοτόπουλο γιατί είναι (σαν) ~. Όταν κρυώσει το κρέας γίνεται ~.

[μσν. στουπί < ελνστ. στουππίον < αρχ. στυππεῖον (ορθογρ. απλοπ.)]

στουπόχαρτο το [stupóxarto] Ο41 : (οικ.) στυπόχαρτο.

[στουπ(ί) -ο- + χαρτ(ί) -ο]

στούπωμα το [stúpoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στουπώνω. I1. το κλείσιμο, το φράξιμο ενός ανοίγματος. 2. παραγέμισμα1. II. στύπωμα.

[στουπώ(νω) -μα]

στουπώνω [stupóno] Ρ1α μππ. στουπωμένος : (οικ.) I1α. κλείνω ένα άνοιγ μα με στουπί ή με οτιδήποτε άλλο υλικό που λειτουργεί σαν τάπα. β. για τροφή που προκαλεί δυσκοιλιότητα: Ο λαπάς στουπώνει. || παθαίνω δυσκοιλιότητα: Στούπωσα από τα πολλά τα μήλα. 2. γεμίζω κτ. εντελώς, το παραγεμίζω1: Στούπωσε τη βαλίτσα με ρούχα / τις τσέπες του με καραμέλες. || πατικώνω κτ. για να χωρέσει κάπου: Στούπωσε τον καπνό στην πίπα. II. στυπώνω.

[μσν. στουπώνω < στουπ(ί) -ώνω]

στουρνάρι το [sturnári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) α. τσακμακόπετρα. β. κάθε πέτρα σκληρή και αιχμηρή. || (επέκτ.) τόπος όλο στουρνάρια και αγκάθια. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) για άνθρωπο αμόρφωτο, άξεστο ή κουτό: Είναι ~, ο τελευταίος μαθητής στην τάξη. Tέτοιο ~ που είναι, πώς περιμένεις να καταλάβει!

[ίσως < *στορυνάριον υποκορ. του ελνστ. στορύνη `νυστέρι΄, με επέκτ. της σημ. για κοφτερές πέτρες, συγκ. του άτ. [i] και τροπή [o > u] από επίδρ. του συμπλ. [rn] ;]

στούρνος ο [stúrnos] Ο18 : μεγάλο στουρνάρι. 1. μεγάλη πέτρα, σκληρή και αιχμηρή. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) για άνθρωπο αμόρφωτο, άξεστο ή κου τό: Tέτοιους στούρνους πρώτη φορά είχα στην τάξη μου.

[στουρν(άρι) -ος (αναδρ. σχημ.)]

στόφα η [stófa] Ο25 : 1. είδος πολυτελούς υφάσματος του οποίου η ύφανση σχηματίζει σχέδια που προεξέχουν και που χρησιμοποιείται συνήθ. σε ταπετσαρίες: Σαλόνι με χρυσή ~. Kουρτίνες από βαριά ~. Στα παράθυρα κρέμονταν στόφες, κουρτίνες από στόφα. || γενικά, κάθε γυαλιστερό ύφασμα ταπετσαρίας. 2. (μτφ.) τα στοιχεία του χαρακτήρα που συγκροτούν την προσωπικότητα ενός ατόμου: Ο Bενιζέλος είχε τη ~ μεγάλου πολιτικού. Δεν είμαστε όλοι από τη ~ των ηρώων.

[ιταλ. stoffa]

στοχάζομαι [stoxázome] Ρ2.1β : (λογοτ., λαϊκότρ.) σκέφτομαι: Ο άνθρωπος στοχάζεται για να βρει την αλήθεια, κάνει συλλογισμούς. Στοχάζεσαι τι θα πει ο κόσμος;, υπολογίζεις, λογαριάζεις. Δεν μπορούσε να στοχαστεί, πώς ήταν δυνατό…, να φανταστεί, να πιστέψει. Στοχάσου καλά όλα όσα άκουσες, κρίνε.

[λόγ.(;) < αρχ. στοχάζομαι `προσπαθώ να μαντέψω΄]

στόχαση η [stóxasi] Ο33 : (λογοτ., λαϊκότρ.) στοχασμός.

[αρχ. στόχα(σις) `μάντεμα, εικασία΄ -ση]

στοχασμός ο [stoxazmós] Ο17 : α. (λογοτ., λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοχάζομαι, η σκέψη, ο συλλογισμός: Για να γράφουμε με τα λόγια του λαού πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζόμαστε. β. σκέψη που εμβαθύνει: Φιλοσοφικοί στοχασμοί. Ο ~ των σύγχρονων διανοητών.

[λόγ. < ελνστ. στοχασμός `προσπάθεια για μάντεμα΄]

< Προηγούμενο   1... 5 6 7 [8] 9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες