Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σταχυολογώ [staxioloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επιλέγω μια φράση, ένα χωρίο κτλ. συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο, από το κείμενο, στο οποίο αυτά βρίσκονται, και τα συγκεντρώνω μαζί με άλλα: Στο καινούριο αυτό βιβλίο παρατίθενται στίχοι, τους οποίους ο συγγραφέας έχει σταχυολογήσει από τα ομηρικά έπη.
[λόγ. < ελνστ. σταχυολογῶ `ξεδιαλέγω στάχυα΄ σημδ. γαλλ. glaner]



