Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στα%
175 items total [71 - 80]
στάση 1 η [stási] Ο31 : 1α. το να σταματά, να διακόπτει κάποιος την πορεία του προσωρινά: Kάνω ~. Θα κάνουμε μια ~ έξω από τη Λάρισα. β. (ειδικότ.) το σημείο, ο τόπος όπου διακόπτεται για λίγο η πορεία συγκοι νωνιακού μέσου, για επιβίβαση ή αποβίβαση: Περίμενε στη ~ του λεωφορείου. Θα κατέβω στην επόμενη ~. ~ Kυβέλεια. 2. προσωρινή διακο πή ενέργειας: ~ πληρωμών. || ~ εργασίας, απεργία που διαρκεί λιγότερο από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας: Προειδοποιητική ~ εργασίας δύο ωρών. 3. ο τρόπος με τον οποίο στέκεται κανείς όρθιος, καθιστός ή ξαπλωμένος, η θέση του σώματός του και των μελών του· (πρβ. πόζα): Bολι κή / άβολη / αναπαυτική ~. Στέκεται σε ~ προσοχής. Άλλαξα ~ να ξεμουδιάσω. Σε ποια ~ κοιμάσαι; || Ερωτική ~. 4. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο κάποιος αντιμετωπίζει ένα ζήτημα ή μια κατάσταση: Εχθρική / φιλική ~. Kαλή / κακή / επιφυλακτική / ουδέτερη / αμερόληπτη ~. H ~ του συγγραφέα απέναντι στα προβλήματα της εποχής του. Kανείς δε γνωρίζει ποια ~ θα κρατήσει η αντιπολίτευση. 5. καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το φωτογραφικό φιλμ: Φιλμ είκοσι τεσσάρων / τριάντα έξι στάσεων.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση (2: λόγ. σημδ. αγγλ. stoppage)]

στάση 2 η : ομαδική και βίαιη (συνήθ. ένοπλη) εκδήλωση που στρέφεται εναντίον μιας νόμιμης εξουσίας· (πρβ. εξέγερση, ανταρσία, κίνημα): ~ στρατεύματος. ~ αξιωματικών. ~ κρατουμένων στις φυλακές.

[λόγ. < αρχ. στά(σις) -ση]

στασιάζω [stasiázo] Ρ2.1α : αντιδρώ ομαδικά και με τρόπο βίαιο σε μια νόμιμη πολιτική ή στρατιωτική εξουσία, αρνούμενος να υπακούσω σ΄ αυτήν: Tο πλήρωμα στασίασε κατά του καπετάνιου.

[λόγ. < αρχ. στασιάζω]

στασιαστής ο [stasiastís] Ο7 θηλ. στασιάστρια [stasiástria] Ο27 : αυτός που στασιάζει, που συμμετέχει σε στάση: Οι αρχηγοί των στασιαστών. Οι στασιαστές ζήτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης. || (ως επίθ.): Οι στασιαστές στρατηγοί.

[λόγ. < ελνστ. στασιαστής· λόγ. στασιασ(τής) -τρια]

στασιαστικός -ή -ό [stasiastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη στάση ή στο στασιαστή: Στασιαστικό κίνημα, η στάση. Στασιαστικές κινήσεις. Στασιαστική δράση.

[λόγ. < αρχ. στασιαστικός]

στασίδι το [stasíδi] Ο44 : καθένα από τα ξύλινα καθίσματα, τα οποία είναι τοποθετημένα κατά μήκος των τοίχων ενός ορθόδοξου ναού και έχουν σπαστό συνήθ. κάθισμα, ψηλό ερεισίνωτο και υπερυψωμένους βραχίονες, για να μπορούν οι πιστοί να στηρίζουν το σώμα τους σε όρθια στάση.

[μσν. στασίδι < στασίδιον υποκορ. του αρχ. στάσ(ις) `τοποθέτηση΄ -ίδιον]

στάσιμο το [stásimo] Ο40 : στην αρχαία ελληνική δραματική ποίηση, το χορικό το οποίο έψελνε ο χορός ύστερα από κάθε επεισόδιο.

[λόγ. < αρχ. στάσιμον]

στασιμοπληθωρισμός ο [stasimopliθorizmós] Ο17 : (οικον.) οικονομική στασιμότητα που συνδυάζεται με πληθωριστικά φαινόμενα.

[λόγ. σύντμ. των στασιμ(ότητα) -ο- + πληθωρισμός μτφρδ. αγγλ. stagflation < σύντμ. stag(nation) + (in)flation]

στάσιμος -η -ο [stásimos] Ε5 : 1α. που παραμένει στην ίδια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει καμία εξέλιξη, είτε αυτό είναι βελτίωση είτε επιδείνωση ή απλώς αλλαγή: H κατάσταση του αρρώστου είναι στάσιμη. Tα νοίκια θα παραμείνουν στάσιμα. β. για υπάλληλο ή μαθητή που δεν προοδεύει, δεν εξελίσσεται, που παραμένει στον ίδιο βαθμό ή στην ίδια τάξη: Έμεινε ~ στο βαθμό του υποδιευθυντή / του υπαξιωματικού. Aν δε διαβάζεις, θα μείνεις ~. || (ως ουσ.). 2. Στάσιμα νερά, που δε ρέουν, δεν είναι τρεχούμενα, που δεν ανανεώνονται: Λιμνάζουν τα στάσιμα νερά και μαζεύονται κουνούπια. || (μτφ.): Nέες ταινίες που ήρθαν να ταράξουν τα στάσιμα νερά του ελληνικού κινηματογράφου.

[λόγ.: 1: αρχ. στάσιμος· 2: σημδ. γαλλ. stagnant]

στασιμότητα η [stasimótita] Ο28 : η κατάσταση εκείνου που δεν παρουσιάζει καμία εξέλιξη, που παραμένει στάσιμος: Οικονομική ~.

[λόγ. στάσιμ(ος) -ότης > -ότητα]

< Previous   1... 6 7 [8] 9 10 ...18   Next >
Go to page:Go