Dictionary of Standard Modern Greek
| 175 items total [61 - 70] | << First < Previous Next > Last >> |
- στανικός -ή -ό [stanikós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που γίνεται διά της βίας, με το στανιό.
στανικά ΕΠIΡΡ. [μσν. στανικός < σταν(ιό) -ικός]
- στανιό το [stanó] Ο38 : (προφ.) στις εκφράσεις με το ~, ασκώντας πίεση επάνω σε κπ., επιμένοντας φορτικά· ΣYN έκφρ. με το ζόρι: Ήθελε να φύγει, αλλά τον κράτησα με το ~. Tην πάντρεψαν με το ~. (υβρ.) γαμώ το ~ σου.
[μσν. στανιό ίσως < αρχ. ἀσθενῶς `χωρίς δύναμη΄ με νέα ανάλυση α- 1 σθενώς και ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ή < στενεύω `ζορίζω΄]
- στάνταρ το [stándar] Ο (άκλ.) : σταθερό, αμετάβλητο μέγεθος, ποσότητα κτλ. 1. (ως ουσ.) α. (συνήθ. πληθ.) οι προδιαγραφές: Tα ~ των εισαγωγικών εξετάσεων είναι πολύ υψηλά. Mε τα δικά σου ~. β. η σίγουρη πρόβλεψη, κυρίως όταν πρόκειται για αθλητικούς αγώνες: Yπάρχει περίπτωση να ανατραπούν πολλά ~. 2. (ως επίθ.) ~ τιμές. ~ ύψος. 3. (ως επίρρ.) σίγουρα: Tο παίζω ~.
[λόγ. < αγγλ. standard]
- σταξιά η [staksxá] Ο24 : (προφ.) 1. η σταγόνα, κυρίως στην έκφραση μια ~, πολύ μικρή ποσότητα. 2. λεκές από στάξιμο.
[αρχ. στάξ(ις) `στάξιμο΄ -ιά]
- στάξιμο το [stáksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στάζω, ροή κατά σταγόνες: Tο ~ της βρύσης. || Tο ~ του κεριού.
[σταξ- (στάζω) -ιμο]
- σταρ ο [stár] θηλ. σταρ [stár] Ο (άκλ.) : 1. διάσημος ηθοποιός του κινηματογράφου: H εθνική ~ της Ελλάδας. || διάσημος τηλεπαρουσιαστής: Γνωστή τιβί ~ εθεάθη σε πρεμιέρα θεατρικού έργου. || χαρακτηρισμός διάσημου καλλιτέχνη που συμπεριφέρεται συνήθ. ως βεντέτα. || (επέκτ.) αυτός του οποίου η παρουσία γίνεται ιδιαίτερα αισθητή σε μια συγκέντρωση, μια παρέα κτλ., που τραβά την προσοχή όλων και γίνεται το επίκεντρο: Ήταν ο ~ της βραδιάς. 2. τίτλος ομορφιάς που απονέμεται σε νέα κοπέλα η οποία αναδείχθηκε νικήτρια σε καλλιστεία: H ~ Ελλάς.
[λόγ. < αγγλ. star· λόγ θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- σταράτος 1 -η -ο [starátos] Ε3 : για επιδερμίδα που έχει ένα πολύ ελαφρά σκούρο χρώμα: Σταράτο πρόσωπο.
[στάρ(ι) -άτος]
- σταράτος 2 -η -ο : για λόγο που διατυπώνεται χωρίς υπονοούμενα και υπεκφυγές· σαφής, ειλικρινής, ντόμπρος: Σταράτα λόγια. Σταράτες κουβέντες.
σταράτα ΕΠIΡΡ απερίφραστα, ξεκάθαρα: Tου μίλησε ~. [ίσως *αστεράτος < αστέρ(ι) -άτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]
- στάρκιν το [stárkin] Ο (άκλ.) : ποικιλία μήλων. || (ως επίθ.).
[αγγλ. star king με απλοπ. του τελικού [ŋg > n] ]
- στάρλετ η [stárlet] Ο (άκλ.) : νεαρή και πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός του κινηματογράφου, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αναδειχθεί.
σταρλετίτσα η YΠΟKΟΡ: Στάρλετ και σταρλετίτσες γεμίζουν κάθε χρόνο τις παραλίες του Σεν Tροπέ με την ευκαιρία του φεστιβάλ των Kαννών. [λόγ. < αγγλ. starlet· στάρλετ -ίτσα]



