Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στίφη
1 item total
στίφη τα [stífi] Ο46 : ΣYN ορδή. α. (μειωτ.) πολυάριθμο σύνολο ανθρώπων που μετακινείται, χωρίς οργάνωση και πειθαρχία, με επιθετικούς κυρίως σκοπούς: ~ βαρβάρων πολιόρκησαν το Bυζάντιο. β. (υβρ.) για στρατό που συμπεριφέρεται βάρβαρα.

[λόγ. < ελνστ. στίφη `μάζες στρατιωτών΄, αρχ. στῖφος `πυκνά συνταγμένοι στρατιώτες΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go