Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σου
150 items total [81 - 90]
σουπερμάρκετ το [súpermárket] Ο (άκλ.) : μεγάλο κατάστημα στο οποίο πωλούνται λιανικώς ποικίλα είδη ευρείας κατανάλωσης (τρόφιμα, ρουχισμός, οικιακά σκεύη κτλ.). || καταχρηστικά, για διαφημιστικούς λόγους, και σε επιγραφές μικρών καταστημάτων.

[λόγ. < αγγλ. supermarket]

σουπιά η [supxá] Ο24 : 1. μαλάκιο της θάλασσας από τα κεφαλόποδα, με ατρακτοειδές σώμα, ένα εσωτερικό πορώδες κόκαλο και δέκα πλοκάμια (οχτώ μικρά ισομήκη και δύο μεγαλύτερα)· ξεφεύγει από εχθρό που την απειλεί, εκκρίνοντας και εκτοξεύοντας σκούρο μελανί υγρό: Tο μελάνι της σουπιάς. Σουπιές μαγειρευτές / τηγανητές. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που ξεφεύγει από δυσκολίες με τρόπο πονηρό, δόλιο και ύπουλο: Σου είναι μια ~!

[μσν. σουπία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. σηπία ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )]

σουπιέρα η [supxéra] Ο25α : μεγάλο και βαθύ επιτραπέζιο σκεύος για το σερβίρισμα σούπας.

[βεν. supiera < γαλλ. soupière]

σουπίνο το [supíno] Ο39 : (γραμμ.) ρηματικό ουσιαστικό της λατινικής γλώσσας, το οποίο απαντά σε δύο μόνο τύπους (πτώσεις), σε -um (αιτιατική), όταν συντάσσεται με ρήμα που σημαίνει κίνηση, για να δηλωθεί ο σκοπός, και σε -u (αφαιρετική), όταν συντάσσεται με επίθετο, για να δηλωθεί η αναφορά.

[λόγ. < λατ. supin(um) -ον]

σουπλά το [suplá] Ο (άκλ.) : ειδικό σκεύος επάνω στο οποίο ακουμπούν μια ζεστή κατσαρόλα, μια πιατέλα κτλ. για να μην εφάπτεται στην επιφάνεια τραπεζιού ή άλλου επίπλου.

[λόγ. < γαλλ. dessous-de-plat με αλλαγή κατά το σουβέρ]

σούρα 1 η [súra] Ο25 : α. η καθεμία από τις ακανόνιστες πτυχές τις οποίες σχηματίζει ένα κομμάτι ύφασμα (ένδυμα κτλ.), όταν το έχουν μαζέψει κατά τη μία διάστασή του· (πρβ. πτυχή, πιέτα): Οι σούρες της κουρτίνας. Φόρεμα με σούρες στη μέση. β. (συνήθ. και με περιληπτική σημ.): Φόρεμα με ~ στη μέση. σουρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. σούρα < σουρ(ώνω) 1 (αναδρ. σχημ.)· σούρ(α) -ίτσα]

σούρα 2 η : (λαϊκ., προφ.) α. κατάσταση υπερβολικής μέθης από κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού· μεθύσι: Παραπατούσε από τη ~ του. Kάναμε μια ~! β. (ως επίρρ.): Είμαι / γίνομαι ~ (στο μεθύσι), μεθώ υπερβολικά· ΣYN ΦΡ είμαι σκνίπα* / τύφλα*. Tους βρήκα ~ στο μεθύσι, σε κατάσταση υπερβολικής μέθης, μεθυσμένους.

[σουρ(ώνω) 3 (αναδρ. σχημ.) ή από ανατολ. γλ. (πρβ. σανσκρ. surā `κρασί΄)]

σουράτα η [suráta] & σούρα 3 η [súra] Ο (άκλ.) : ειδική ονομασία των κεφαλαίων από τα οποία αποτελείται το Kοράνι: Οι σουράτα είναι καταταγμένες ανάλογα με την έκτασή τους, προηγούνται οι εκτενέστερες και ακολουθούν οι μικρότερες.

[λόγ. < αραβ. sūra, surat ]

σουραύλι το [surávli] Ο44 : ποιμενικό πνευστό μουσικό όργανο από καλάμι ή αναλόγου σχήματος μακρύ κούφιο κύλινδρο με επιστόμιο συνήθ. λοξά κομμένο.

[μσν. σουραύλιον ίσως < συμφυρ. αρχ. σῦρ(ιγξ) `φλογέρα΄ + αυλ(ός) -ιον ( [i] ( [y] ) > u] από επίδρ. του [r] )]

σουρβιά η [survjá] Ο24 : φυλλοβόλο δέντρο ή θάμνος με στυφούς καρπούς, που χρησιμοποιούνται συνήθ. για την παρασκευή αφεψήματος, και με καλής ποιότητας σκληρό ξύλο.

[μσν. σουρβία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. sorb(us) -ία > -ιά ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]

< Previous   1... 7 8 [9] 10 11 ...15   Next >
Go to page:Go