Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 150 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουρεαλισμός ο [surealizmós] Ο17 : ο υπερρεαλισμός.
[λόγ. < γαλλ. sur réalisme (ορθογρ. δαν.) -isme = -ισμός]
- σουρεαλιστής ο [surealistís] Ο7 θηλ. σουρεαλίστρια η [surealístria] Ο27 : υπερρεαλιστής: Tο κίνημα / η τέχνη των σουρεαλιστών. || (ως επίθ.): Σουρεαλιστές ποιητές.
[λόγ. < γαλλ. surréaliste (ορθογρ. δαν.) -iste = -ιστής· λόγ. σουρεαλισ(τής) -τρια]
- σουρεαλιστικός -ή -ό [surealistikós] Ε1 : 1. που είναι σύμφωνος με τις κατευθύνσεις και τη διδασκαλία του σουρεαλισμού ή των σουρεαλιστών· υπερρεαλιστικός: Σουρεαλιστική ποίηση / τέχνη. Σουρεαλιστικό ποίημα / κείμενο. Σουρεαλιστική ζωγραφική σύνθεση. 2. (προφ., συνήθ. μειωτ.) για ό,τι είναι παράδοξο, παράλογο ή ακατανόητο.
[λόγ. σουρεαλιστ(ής) -ικός]
- σουρί [surí] Ε (άκλ.) : μόνο στο γκρι* ~.
[λόγ. < γαλλ. gris souris]
- σουρίζω [surízo] Ρ2.2α : (λαϊκότρ.) σφυρίζω.
[αρχ. συρίζω με τροπή [i ( [y] ) > u] από επίδρ. του [r] ]
- σουρλουλού η [surlulú] Ο37 : ως περιγελαστικός και μειωτικός χαρακτηρισμός γυναίκας που διακρίνεται για την επιπόλαιη συμπεριφορά της, που παραμελεί τα οικογενειακά της καθήκοντα.
[βεν. turlulu `χαζούλης, άμυαλος΄, αρχική σημ.: `γκιόνης΄, θηλ. κατά την κατάλ. -ού και παρετυμ. σούρνω]
- σουρντίνα η [surdína] Ο25 : (μουσ.) μικρό εξάρτημα που προσαρμόζεται σε έγχορδα μουσικά όργανα για να “πνίγει” τον ήχο και να μεταβάλλει τον τόνο του: Bάλε ~ στο βιολί και παίξε μια σονάτα.
[γαλλ. sourdin(e) -α < ιταλ. sordina]
- σούρνω [súrno] -ομαι Ρ αόρ. έσουρα, απαρέμφ. σούρει, παθ. αόρ. σούρθηκα, απαρέμφ. σουρθεί : (προφ.) σέρνω.
[αρχ. σύρ(ω) μεταπλ. -νω και με τροπή [i > u] από επίδρ. του [r] ]
- σουρουκλεμές ο [suruklemés] Ο13 : άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί· αχαΐρευτος.
[τουρκ. sürükle(n)me(k) `σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσκη μη ζωή΄ -ς]
- σούρουπα [súrupa] επίρρ. χρον. : κατά την ώρα που αρχίζει να γίνεται σούρουπο, να νυχτώνει: Φύγαμε πρωί και φτάσαμε ~.
[σούρουπ(ο) επίρρ. -α]



