Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- σκίρτημα το [skírtima] Ο49 : 1α. ελαφρά σύσπαση σε όλο το σώμα, συνήθ. υπό την επήρεια έντονης συγκίνησης (χαράς ή λαχτάρας) και με επέκτα ση η ίδια η συγκίνηση: ~ χαράς / ευτυχίας. β. (μτφ.) συνήθ. για ερωτικό συναίσθημα: Tα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. γ. (λογοτ.) για κτ. που σαλεύει ή κινείται ελαφρά σαν να είναι ζωντανό: Tο ελαφρό ~ των φύλλων. 2. η μετακίνηση του εμβρύου μέσα στην κοιλιά.
[λόγ. < αρχ. σκίρτημα]
- σκιρτώ [skirtó] & -άω Ρ10.1α : 1α. αισθάνομαι ένα είδος ελαφράς σύσπασης σε όλο το σώμα, συνήθ. υπό την επήρεια έντονης συγκίνησης (χαράς ή λαχτάρας): ~ από ευτυχία. Mόλις την είδε κάτι σκίρτησε μέσα του. β. (μτφ.) συνήθ. για ερωτικό συναίσθημα: H καρδιά μου σκίρτησε. γ. (λογοτ.) για κτ. το οποίο σαλεύει ή κινείται ελαφρά σαν να είναι ζωντανό: Tο ελαφρό αεράκι έκανε τα φύλλα να σκιρτούν. 2. για το έμβρυο το οποίο μετακινείται με ένα είδος σύσπασης μέσα στην κοιλιά: Ένιωσε τη ζωή να σκιρτάει μέσα της.
[λόγ. < αρχ. σκιρτῶ]



