Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σικλαμέν
1 item total
σικλαμέν [siklamén] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό μοβ χρώμα, το χρώμα του κυκλάμινου: ~ μπλούζα. || (ως ουσ.) το σικλαμέν, το σικλαμέν χρώμα: Tης πάει το ~.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. cyclamen < λατ. cyclaminon < ελνστ. κυκλάμινος ἡ, ὁ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go