Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σε
185 items total [31 - 40]
Σείριος ο [sírios] Ο20α : αστέρας που ανήκει στον αστερισμό του Mεγάλου Kυνός, ο λαμπρότερος από τους απλανείς αστέρες.

[λόγ. < αρχ. Σείριος]

σεισάχθεια η [sisáxθia] Ο27 : (ιστ.) η νομοθετική κατάργηση των χρεών που έγινε από το Σόλωνα στην αρχαία Aθήνα.

[λόγ. < αρχ. σεισάχθεια]

σεισμικός -ή -ό [sizmikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σεισμό, ή που προέρχεται από αυτόν: Σεισμικά φαινόμενα. Σεισμικό ρήγμα. Σεισμική ζώνη. Kαταγράφηκε σεισμική δόνηση μεγέθους 5,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.

[λόγ. < γαλλ. séismique < αρχ. σεισμ(ός) -ique = -ικός]

σεισμικότητα η [sizmikótita] Ο28 : ο βαθμός της συχνότητας και της έντασης των σεισμικών φαινομένων σε μια περιοχή: H ~ του ελληνικού χώρου είναι πολύ μεγάλη.

[λόγ. σεισμικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. séismicité (< séismique = σεισμικός)]

σεισμογενής -ής -ές [sizmojenís] Ε10 : 1. που δημιουργήθηκε από σεισμό: Σεισμογενή νησιά. 2. αντί του σεισμογόνος, χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.

[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -γενής]

σεισμογόνος -ος / -α -ο [sizmoγónos] Ε14 : (για περιοχή) που έχει υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.

[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -γόνος]

σεισμογράφημα το [sizmoγráfima] Ο49 : το διάγραμμα που δίνει ο σεισμογράφος και το οποίο παριστά τα κύματα της σεισμικής δόνησης.

[λόγ. < γαλλ. séismogramme < αρχ. σεισμ(ός) -ο- + -gramme = -γράφημα]

σεισμογραφία η [sizmoγrafía] Ο25 : κλάδος της σεισμολογίας που ασχολείται με την περιγραφή και τη μέτρηση των σεισμικών φαινομένων, όπως αυτά καταγράφονται από τους σεισμογράφους.

[λόγ. < γαλλ. séismo graphie < αρχ. σεισμ(ός) -ο- + -graphie = -γραφία]

σεισμογραφικός -ή -ό [sizmoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σεισμογράφο, που έχει σχέση με την καταγραφή, την περιγραφή και τη μέτρηση των σεισμικών φαινομένων: Σεισμογραφικές παρατηρήσεις. Σεισμογραφικές έρευνες. Σεισμογραφικό σκάφος.

[λόγ. < γαλλ. séismographique < séismograph(ie) = σεισμογραφ(ία) -ique = -ικός]

σεισμογράφος ο [sizmoγráfos] Ο18 : όργανο μετρήσεως με το οποίο καταγράφονται τα μεγέθη μιας σεισμικής δόνησης (η ένταση, η διάρκεια, το εύρος κτλ.): Οι σεισμογράφοι του πανεπιστημίου κατέγραψαν σεισμική δόνηση 4,5 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ.

[λόγ. < γαλλ. séismographe < αρχ. σεισμ(ός) -ο- + -graphe = -γράφος]

< Previous   1 2 3 [4] 5 6 ...19   Next >
Go to page:Go