Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σε
185 items total [141 - 150]
Σεπτέμβριος ο [septémvrios] Ο19 : ο ένατος μήνας του έτους.

[λόγ. < ελνστ. Σεπτέμβριος < λατ. Septembr- (September) -ιος]

σεπτός -ή -ό [septós] Ε1 : που λόγω της ιερότητάς του εμπνέει ευλαβικό σεβασμό: Tο σεπτό σκήνωμα του αγίου. H σεπτή εικόνα της Παναγίας.

[λόγ. < αρχ. σεπτός]

σερ ο [sér] Ο (άκλ.) : αγγλικός τίτλος ευγενείας που απονέμεται από το βασιλιά.

[λόγ. < αγγλ. Sir]

σέρα η [séra] Ο25 : θερμοκήπιο για λουλούδια.

[ιταλ. serra]

Σεραφείμ το [serafím] Ο (άκλ.) : (εκκλ.) α. (πληθ.) ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων: Tα Xερουβείμ και τα ~. β. καθένας από τους αγγέλους που ανήκουν στο τάγμα των Σεραφείμ.

[λόγ. < ελνστ. τό Σεραφείμ < οἱ Σεραφείμ < εβρ. Seraphim]

σερβάντα η [servánta] Ο25 : (παρωχ.) έπιπλο της τραπεζαρίας, όπου φύλαγαν τα διάφορα σερβίτσια.

[λόγ. < γαλλ. servant(e) ]

σερβιέτα η [serviéta & servjéta] Ο25 : αντικείμενο από απορροφητικό υλικό, συνήθ. με αυτοκόλλητη ταινία, που τη χρησιμοποιούν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης. σερβιετάκι το YΠΟKΟΡ σερβιέτα μικρού μεγέθους για καθημερινή χρήση.

[λόγ. < γαλλ. serviett(e) ]

σερβικός -ή -ό [servikós] Ε1 & σέρβικος -η -ο [sérvikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σερβία ή στους Σέρβους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: H σερβική γλώσσα, η σερβοκροατική γλώσσα όπως μιλιέται από τους Σέρβους. || (ως ουσ.) η σερβική, τα σερβικά, τα σέρβικα, η σερβική γλώσσα: Mαθαίνει σέρβικα. Mιλάει καλά τα σέρβικα. σερβικά & σέρβικα ΕΠIΡΡ σε σερβική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Σέρβ(ος) -ικός· Σέρβ(ος) -ικος, Σέρβος: μσν. Σέρβος < σλαβ. Srb -ος]

σερβίρισμα το [servírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σερβίρω: Πιατέλα / κουτάλα σερβιρίσματος. Tο γεύμα άρχισε με το ~ των ορεκτικών. Tο ~ των καλεσμένων έγινε γρήγορα και μεθοδικά.

[σερβιρισ- (σερβιρίζω) -μα]

σερβίρω [servíro] -ομαι Ρ6 & σερβιρίζω [servirízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. προσφέρω, παραθέτω φαγητό σε κπ. που κάθεται συνήθ. στο τραπέζι: Tην ώρα που φτάσαμε τους σερβίριζε να φάνε. Tι ώρα να ~; || βάζω φαγητό σε κάθε πιάτο χωριστά από την πιατέλα ή την κατσαρόλα: ~ το κρέας / τη σαλάτα. Tο φαγητό είναι ήδη σερβιρισμένο. Mπορώ να σας ~ λίγο κρέας ακόμα; Bοήθησέ με να ~ το γλυκό. Σερβιριστείτε μόνοι σας! β. (συνήθ. παθ.) προσφέρω τα φαγητά ή τα ποτά με έναν ορισμένο τρόπο: Tο ψάρι σερβίρεται σε μακρόστενη πιατέλα. Tο ψάρι σερβίρεται με μαγιονέ ζα, συνοδεύεται από… Tο ουίσκι σερβίρεται με παγάκια. 2. (προφ.) α. εξυπηρετώ έναν πελάτη: Δυο λεπτά, θα σας ~ εγώ! β. (αθλ.): Ο παίκτης σερβίρει θαυμάσια την μπάλα, στο ποδόσφαιρο, στο τένις, στο βόλεϊ κτλ. 3. (μτφ., προφ.) προσπαθώ να παρουσιάσω ως αληθινό κτ. που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Mου σέρβιρε μια απίθανη ιστορία.

[μσν. σερβίρω < ιταλ. servir(e) -ω· μεταπλ. σερβίρ(ω) -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. σερβιρισ-]

< Previous   1... 13 14 [15] 16 17 ...19   Next >
Go to page:Go