Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σασί το [sasí] Ο (άκλ.) : ο σκελετός ενός οχήματος (αυτοκινήτου κτλ.) που σηκώνει το αμάξωμα και τη μηχανή και που στηρίζεται στις ρόδες. || η μεταλλική βάση του ραδιοφώνου ή άλλης συσκευής.
[γαλλ. châssis]



