Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σασί
1 item total
σασί το [sasí] Ο (άκλ.) : ο σκελετός ενός οχήματος (αυτοκινήτου κτλ.) που σηκώνει το αμάξωμα και τη μηχανή και που στηρίζεται στις ρόδες. || η μεταλλική βάση του ραδιοφώνου ή άλλης συσκευής.

[γαλλ. châssis]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go