Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σαμάνος
1 item total
σαμάνος ο [samános] Ο18 : μάγος σε φυλές της Aσίας, της Aφρικής, της Nότιας Aμερικής κτλ. που θεωρείται ότι μπορεί να επικοινωνεί με τα πνεύματα και να προσφέρει έτσι υπηρεσίες στη φυλή του.

[λόγ. < γαλλ. chaman -ος < ρωσ. shaman (από γλ. της κεντρικής Aσίας)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go