Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 153 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρεφλέξ τα [refléks] Ο (άκλ.) : τα αντανακλαστικά: Tα ~ του τερφατοφύλακα.
[λόγ. < γαλλ. réflexes (πληθ.)]
- ρεφορμισμός ο [reformizmós] Ο17 : τάση του σοσιαλιστικού και του εργα τικού κινήματος που αντιτίθεται στην προοπτική της προλεταριακής επανά στασης και υποστηρίζει μια διαδικασία συνεχών μεταρρυθμίσεων μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
[λόγ. < γαλλ. réform(isme) -ισμός]
- ρεφορμιστής ο [reformistís] Ο7 θηλ. ρεφορμίστρια [reformístria] Ο27 : ο οπαδός του ρεφορμισμού: Ο έλεγχος του συνδικάτου από τους ρεφορμιστές.
[λόγ. < γαλλ. réform(iste) -ιστής· λόγ. ρεφορμισ(τής) -τρια]
- ρεφορμιστικός -ή -ό [reformistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρεφορμισμό, που εκφράζει, υποστηρίζει την άποψη του ρεφορμισμού: Ρεφορμιστικές ιδέες / απόψεις / τάσεις. Ρεφορμιστική τακτική / θεωρία. Ρεφορμιστικό συνέδριο / συνδικάτο. Ρεφορμιστική ηγεσία του εργατικού κινήματος.
[λόγ. ρεφορμιστ(ής) -ικός]
- ρεφούλι το [refúli] Ο44α & ρέφουλα η [réfula] Ο27α : (ναυτ.) αιφνίδια και βίαιη πνοή ανέμου· σπιλιάδα.
[ίσως βεν. refolada `πλήθος αντικειμένων που παρασέρνονται από ξαφνικό φύσημα του ανέμου΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )]
- ρεφρέν το [refrén] Ο (άκλ.) : 1.το μέρος μουσικής σύνθεσης (συνηθέστερα τραγουδιού) που επαναλαμβάνεται κατά την εκτέλεσή της· επωδός: Σφύριζε ένα παλιό γνωστό ~. || η επωδός ποιήματος. 2. (προφ.) για ό,τι επαναλαμβάνει κάποιος πολλές φορές και γι΄ αυτό καταντά βαρετό: Άρχισε πάλι το ίδιο ~.
[λόγ. < γαλλ. refrain]
- ρέχα η [réxa] Ο25α : (προφ.) ροχάλα, φλέμα.
[*ρέχ(ω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ῥέγχω `ροχαλίζω, ασθμαίνω΄ με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]
- ρέψιμο 1 το [répsimo] Ο50 : η ενέργεια του ρεύομαι: Πριν σηκωθούμε από το τραπέζι ακούστηκε ένα αγενέστατο ~.
[μσν. ρέψιμον < ρεψ- (ρεύομαι) -ιμον]
- ρέψιμο 2 το : το αποτέλεσμα του ρεύω· εμφανέστατη σωματική κατάπτωση, αδυνάτισμα από ασθένεια, κακουχία κτλ.
[ρεψ- (ρεύω) -ιμο]
- ρέω [réo] Ρ αόρ. έρευσα, απαρέμφ. ρεύσει : 1.για μάζα, ρευστή ή υγρή, που κινείται προς ορισμένη κατεύθυνση· (πρβ. κυλώ, τρέχω): Ο ποταμός ρέει ορμητικά. || Στις φλέβες του ρέει αίμα αριστοκρατικό, κυλάει. || αναβλύζω: Aπό τη σχισμή του βράχου ρέει νερό. 2. (μτφ.) διατίθεμαι σε μεγάλες ποσότητες: Tο χρήμα ρέει άφθονο. Έρευσε πακτωλός χρημάτων. H σαμπάνια έρεε άφθονη. 3. για γραπτό κυρίως λόγο που έχει ρυθμό φυσικό, απαλό και ευχάριστο, και καθαρότητα νοηματική: Ο λόγος του ρέει φυσικός και αβίαστος.
[λόγ. < αρχ. ῥέω]



