Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρεπλίκα
1 item total
ρεπλίκα η [replíka] Ο25α : αντίγραφο έργου τέχνης φιλοτεχνημένο από τον ίδιο το δημιουργό του πρωτοτύπου. || (με επέκτ.) πιστότατο αντίγραφο έργου τέχνης.

[γαλλ. rὐpliq(ue) ή ιταλ. replica (προφ. [ré-] ) με επίδρ. του γαλλ. réplique]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go