Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρεμβάζω
1 item total
ρεμβάζω [remvázo] Ρ2.1α : αφήνω τη σκέψη μου να πλανιέται άσκοπα και αόριστα στο χώρο του φανταστικού και του ονειρικού, συνήθ. αντικρίζοντας ένα ωραίο φυσικό τοπίο· (πρβ. ονειροπολώ): Kάθε απόγευμα την έβλεπα να κάθεται ώρες μπροστά στο παράθυρό της, αντίκρυ στο πέλαγος, και να ρεμβάζει.

[λόγ. < ελνστ. ῥεμβάζω `γυρίζω γύρω γύρω΄ (μσν. ρεμβάζομαι `είμαι ασταθής΄) κατά την αλλ. της σημ. της λ. ρέμβη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go