Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ράφτης
1 item total
ράφτης ο [ráftis] Ο10 προφ. πληθ. και ραφτάδες θηλ. ράφτρα [ráftra] Ο25 : επαγγελματίας τεχνίτης που φτιάχνει (κόβει και ράβει) αντρικά ενδύματα· (πρβ. μόδιστρος): Ξέρεις κανέναν καλό ράφτη να ράψω ένα κουστούμι; || (θηλ.) για γυναίκα που ράβει γυναικεία ή ανδρικά ενδύματα· (πρβ. μοδίστρα).

[μσν. ράφτης < ελνστ. ῥάπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · ράφ(της) -τρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go