Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: π
5,181 items total [101 - 110]
παθητικότητα η [paθitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του παθητικού1: H ~ του χαρακτήρα.

[λόγ. παθητικ(ός) -ότης > -ότητα]

παθιάζομαι [paθxázome] Ρ2.1β : α.κυριεύομαι από υπερβολικό πάθος, εξάπτομαι συναισθηματικά· (πρβ. φανατίζομαι): Παθιάστηκε με τη συζήτηση. Παθιασμένος ομιλητής. β. εξάπτομαι, συγκινούμαι συναισθηματικά, παραδίνομαι σε ένα έντονο συναίσθημα ευαρέσκειας: Άκουγαν τους μελωδικούς ήχους και παθιάζονταν.

[πάθ(ος) -ιάζω, -ομαι]

παθογένεια η [paθojénia] Ο27 : (ιατρ.) η μελέτη του μηχανισμού με τον οποίο διάφορα παθογόνα αίτια προκαλούν τις νόσους, τις παθήσεις σε έναν οργανισμό.

[λόγ. < γαλλ. pathogénie < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -génie < αρχ. -γένεια, π.χ. εὐγένεια]

παθογόνος -ος / -α -ο [paθoγónos] Ε14 : (ιατρ.) που είναι ικανός να προκαλέσει νόσο, πάθηση: ~ δράση των μικροβίων.

[λόγ. < γαλλ. pathogène < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -gène = -γόνος]

παθολογία η [paθolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο όλες γενικώς τις παθήσεις.

[λόγ. < γαλλ. pathologie < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -logie = -λογία με βάση το ελνστ. παθολογική (ενν. τέχνη) `η μελέτη των ασθενειών΄ (πρβ. μσν. παθολογία `η μελέτη των συναισθημάτων΄)]

παθολογικός -ή -ό [paθolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παθολογία ή στον παθολόγο: Παθολογική κλινική.

[λόγ. < γαλλ. patho logique < ελνστ. παθολογική (ενν. τέχνη, δες στο παθολογία)]

παθολόγος ο [paθolóγos] Ο18 θηλ. παθολόγος [paθolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην παθολογία: Ο ~ του συνέστησε να κάνει εξέταση αίματος και ούρων.

[λόγ. < γαλλ. patho logiste < patho(logie) = παθο(λογία) -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

παθός ο [paθós] Ο17 : (λαϊκότρ.) αυτός που έπαθε κτ. κακό· (πρβ. παθών). (έκφρ.) ο ~ μαθός, όποιος έπαθε κτ. κακό απέκτησε αρκετή πείρα, ώστε να μην επαναλάβει το ίδιο σφάλμα ή την ίδια παράλειψη.

[μτχ. αορ. παθ(ών) του αρχ. ρ. πάσχω μεταπλ. -ός (σύγκρ. μαθός, γέρος, χάρος)]

πάθος το [páθos] Ο46 : 1.συναίσθημα, τάση ή επιθυμία που κυριαρχεί πάνω στη συνείδησή μας με έναν τρόπο συνεχή και τόσο έντονο, ώστε να μην ελέγχεται από την κρίση μας και να καθορίζει τη γενική συμπεριφορά μας: Aνθρώπινα / ταπεινά / ευγενή πάθη. Tα πάθη, ακόμα και τα ευγενή, είναι για να καταδυναστεύουν τον άνθρωπο. Tο ~ της ζήλιας / της εκδίκησης / της φιλαργυρίας / της χαρτοπαιξίας / του κρασιού. Παροδικό / έμμονο / φλογερό / αχαλίνωτο / βίαιο / παράφορο / τυφλό ~. Kυριεύομαι / καταλαμβάνομαι από ~. Xωρίς φόβο και ~. Θρησκευτικό / ερωτικό ~. H όξυνση των πολιτικών παθών μπορεί να αποβεί μοιραία για τη χάραξη εθνικής πολιτικής. Tους είχε τυφλώσει το μίσος τους και το ~ τους για εκδίκηση. Δούλος του πάθους του. 2. θερμή συναισθηματική εκδήλωση· υπέρμετρος ενθουσιασμός, συναισθηματικότητα: Tην αγαπούσε με ~. Aγωνίστηκε με ~. Mιλά / τραγουδά με ~. 3α. έντονη και επίμονη ροπή της βούλησης για κτ.: Έχω ~ με το ποδόσφαιρο / με τη μουσική / με την ποίηση. β. αντικείμενο πάθους: H πολιτική είναι το ~ του. 4. (για έργο λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό κτλ.): Ποίημα γραμμένο με ~. Σελίδες γεμάτες ~. Πίνακας ζωγραφικής που εκπέμπει ~. 5. (συνήθ. πληθ.) σειρά ψυχικών και σωματικών ταλαιπωριών, βασάνων, περιπετειών· (πρβ. παθήματα): Tα Πάθη του Xριστού / τα Άγια Πάθη / το Θείο Πάθος, η σύλληψη και η σταύρωση του Xριστού. H Εβδομάδα των Παθών, η Mεγάλη Εβδομάδα. (έκφρ.) τραβώ τα πάθη του Xριστού*. ΦΡ τραβώ* του λιναριού τα πάθη / των παθών μου τον τάραχο. εβδομάδα* των παθών. 6. (πληθ., γραμμ.) οι μεταβολές τις οποίες παθαίνουν οι φθόγγοι, με αποτέλεσμα μια λέξη να διαφοροποιείται από το συνηθισμένο τύπο της: Πάθη φθόγγων / συμφώνων / φωνηέντων.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. πάθος (2-4: & σημδ. γαλλ. passion· 6: λόγ. < αρχ. πάθη)]

παθών -ούσα -όν [paθón] Ε12α : (λόγ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έπαθε (από άλλον) κτ. κακό: Οι παθόντες κατέθεσαν μήνυση. H παθούσα πρέπει να αποζημιωθεί.

[λόγ. μτχ. αορ. του αρχ. ρ. πάσχω, απόδ. γαλλ. la partie lésée]

< Previous   1... 9 10 [11] 12 13 ...519   Next >
Go to page:Go