Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πωρόλιθος
1 item total
πωρόλιθος ο [poróliθος] Ο20α : ασβεστολιθικό πέτρωμα με πορώδη σύσταση: Kίονες / γλυπτά από πωρόλιθο. Δάπεδο στρωμένο με πλάκες από πωρόλιθο.

[λόγ. πώρ(ος) -ο- + λίθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go