Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πωρόλιθος ο [poróliθος] Ο20α : ασβεστολιθικό πέτρωμα με πορώδη σύσταση: Kίονες / γλυπτά από πωρόλιθο. Δάπεδο στρωμένο με πλάκες από πωρόλιθο.
[λόγ. πώρ(ος) -ο- + λίθος]



