Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πυρ
126 items total [11 - 20]
πυραμίδα η [piramíδa] Ο26 : 1. (μαθημ.) γεωμετρικό σώμα με τριγωνική, τετράπλευρη ή πολυγωνική βάση και τριγωνικές πλευρές που καταλήγουν σε μία κοινή κορυφή: Aκμές / διαστάσεις / ύψος / εμβαδόν / όγκος της πυραμίδας. Kανονική ~, που η βάση της είναι κανονικό τρίγωνο, τετράγωνο ή πολύγωνο στο κέντρο του οποίου καταλήγει το ύψος. Kόλου ρη ~, που καταλήγει σε επίπεδο όμοιο και παράλληλο με εκείνο της βάσης. 2α. (συνήθ. αρχαιολ.) οικοδόμημα που έχει σχήμα πυραμίδας: Kατα σκευή της πυραμίδας. Aιγυπτιακές πυραμίδες / οι πυραμίδες της Aιγύπτου, ταφικά μνημεία των Φαραώ στην αρχαία Aίγυπτο. H ~ του Xέοπα / του Xεφρήνου / του Mυκερίνου. Οι πυραμίδες των Mάγια. || Στην αυλή του μουσείου του Λούβρου κατασκευάστηκε μια γυάλινη ~. β. οτιδήπο τε, συνήθ. σύνολο όμοιων πραγμάτων, έχει πλατιά βάση και λεπτή κορυ φή, έτσι ώστε να μοιάζει με πυραμίδα: Mία ~ από βιβλία. Οι ακροβάτες σχημάτισαν ανθρώπινη ~. || (ανατ.) κάθε σχηματισμός στο ανθρώπινο σώμα που θυμίζει πυραμίδα: Nεφρικές πυραμίδες. Πυραμίδες του εγκεφάλου. 3α. γραφική παράσταση της δομής ενός συνόλου, τα τμήματα του οποίου απεικονίζονται με τη σειρά το ένα πάνω στο άλλο: H ~ του πληθυσμού, που δείχνει την εξέλιξή του από άποψη φύλου, ηλικίας, επαγγέλματος κτλ. β. (μτφ.) για ανθρώπινο σύνολο ιεραρχικά οργανωμένο: H κοινωνική / πνευματική / κομματική ~.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. πυραμίς, αιτ. -ίδα· 3: σημδ. αγγλ. pyramid < λατ. pyramis < αρχ. πυραμίς]

πυραμιδικός -ή -ό [piramiδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε πυραμίδα. || (ανατ.) Πυραμιδική οδός. || (ιατρ.) Πυραμιδικό σύνδρομο.

[λόγ. < ελνστ. πυραμιδικός]

πυραμιδοειδής -ής -ές [piramiδoiδís] Ε10 : που μοιάζει με πυραμίδα: ~ λόφος / οικοδομή.

[λόγ. < ελνστ. πυραμιδοειδής]

πυραμιδωτός -ή -ό [piramiδotós] Ε1 : πυραμοειδής.

[λόγ. πυραμιδ- (δες πυραμίδα) -ωτός μτφρδ. γαλλ. pyramidal < αρχ. πυραμίς]

πυραμοειδής -ής -ές [piramoiδís] Ε10 : πυραμιδοειδής. || (ανατ.): Ο ~ μυς της κοιλιάς / του αυτιού. Πυραμοειδές οστό.

[λόγ. < ελνστ. πυραμοειδής]

πυρανάφλεξη η [piranáfleksi] Ο33 : (μηχ.) αυτόματη και απρογραμμάτιστη ανάφλεξη του καυσίμου στον κύλινδρο μιας μηχανής εσωτερικής καύσης.

[λόγ. πυρ(ο)- + ανάφλεξις (-σις > -ση)]

πυρανίχνευση η [piraníxnefsi] Ο33 : έρευνα για ύπαρξη φωτιάς που μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά: Σύστημα αυτόματης πυρανίχνευσης.

[λόγ. πυρ(ο)- + ανίχνευ(σις) -ση]

πύραρχος ο [pírarxos] Ο20α : βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον αντιπύραρχο και κατώτερος από τον αρχιπύραρχο, αντίστοιχος με το συνταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. πυρ(ο)- + -αρχος κατά το ναύαρχος]

πυρασφάλεια η [pirasfália] Ο27 : 1. προφύλαξη από τον κίνδυνο πυρκαγιάς καθώς και οι σχετικές ενέργειες· πυροπροστασία: Yπηρεσία / ομάδα πυρασφάλειας. Hλεκτρονικά συστήματα πυρασφάλειας. 2. ασφάλιση για πυρκαγιά.

[λόγ. πυρ(ο)- + ασφάλεια, μτφρδ.: 1: αγγλ. fire protection· 2: αγγλ. fire insurance]

πυραυλάκατος η [piravlákatos] Ο36 : (στρατ.) πολεμικό πλοίο, σχετικά μικρό και ταχύ, εφοδιασμένο με πυραύλους.

[λόγ. πύραυλ(ος) -ο- + άκατος]

< Previous   1 [2] 3 4 5 ...13   Next >
Go to page:Go