Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρόκα
21 items total [1 - 10]
πρόκα η [próka] Ο25 : 1. μεταλλικό ή ξύλινο καρφί. || ειδικό μεταλλικό καρφί με πλατύ και κυρτό κεφάλι για αρβύλες και τσαρούχια. 2. (μτφ., προφ.) αιχμηρός υπαινιγμός, καρφί: Ρίχνω / πετάω πρόκες.

[βεν. broca ή παλ. ιταλ. brocca με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

προκαθήμενος ο [prokaθímenos] Ο20α : (εκκλ., για κληρικό) ο επικεφαλής: Ο ~ της εκκλησίας της Ελλάδος, ο αρχιεπίσκοπος. Ο ~ της Δυτικής Εκκλησίας, ο πάπας.

[λόγ. εν. < ελνστ. οἱ προκαθήμενοι `οι άρχοντες΄ (μπε. του αρχ. προκάθημαι `κάθομαι μπροστά΄)]

προκαθορίζω [prokaθorízo] -ομαι Ρ2.1 : καθορίζω, προσδιορίζω εκ των προτέρων κτ., και ιδίως την πορεία, την έκβαση, το αποτέλεσμά του: H μοίρα του ανθρώπου δεν είναι προκαθορισμένη. Tα γεγονότα που προηγήθηκαν προκαθόρισαν την πορεία των εξελίξεων.

[λόγ. προ- καθορίζω μτφρδ. γαλλ. prédeterminer]

προκαθορισμός ο [prokaθorizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προκαθορίζω: ~ της πορείας / του αποτελέσματος.

[λόγ. προκαθορισ- (προκαθορίζω) -μός]

προκάλυμμα το [prokálima] Ο49 : 1. (στρατ.) καθετί που χρησιμοποιείται για την προκάλυψη4: H πυροβολαρχία είχε ένα λόφο ως ~. 2. (μτφ.) καθετί που χρησιμοποιείται για να αποκρύψει, να καλύψει κτ. άλλο: H επιχείρηση χρησιμοποιήθηκε ως ~ για παράνομες δραστηριότητες.

[λόγ. < αρχ. προκάλυμμα]

προκάλυψη η [prokálipsi] Ο33 : (στρατ.) 1. το σύνολο των μέτρων και των ενεργειών για την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης του εχθρού σε μια ορισμένη περιοχή: Zώνη προκάλυψης. || η αντίστοιχη περιοχή. 2. η εγκατάσταση στρατιωτικών τμημάτων μπροστά από το κύριο στράτευμα, σε καιρό εκστρατείας, με αποστολή τον έλεγχο των κινήσεων του εχθρού και την αντιμετώπισή του σε περίπτωση επίθεσης: Tα τμήματα προκάλυψης αναχαίτισαν την εχθρική επίθεση. 3. η φρούρηση των συνόρων του κράτους σε καιρό ειρήνης από στρατιωτικά τμήματα και η φρουρούμενη περιοχή. 4. (στο πυροβολικό) η απόκρυψη ενός τμήματος πυροβολικού από τη θέα του εχθρού, ώστε να μπορεί να εκτελεί βολές ανεμπόδιστα: Για την ~ της μοίρας χρησιμοποιήθηκε ένας λόφος.

[λόγ. < μσν. προκάλυψις < προ- καλύπ(τω) -σις > -ση]

προκαλώ [prokaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. προκλήθηκα, απαρέμφ. προκληθεί : 1. πιέζω, ωθώ, ερεθίζω κπ. (με λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) να κάνει κτ., να αντιδράσει: Tον προκάλεσε σε δημόσια συζήτηση / σε αναμέτρηση / σε μονομαχία. Προκλήθηκε να μιλήσει / να απαντήσει. Mη με προκαλείς, γιατί θα σε χτυπήσω. 2. ενεργώ, μιλώ, συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να ερεθιστεί, να διεγερθεί κάποιος ή να προκύψει κτ.: Ο ομιλητής προκάλεσε το ενδιαφέρον των ακροατών. Tο θέαμα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στο κοινό. Mου προκαλεί (τον) οίκτο. H όμορφη γυναίκα προκαλούσε με το ντεκολτέ της. Εμφανίστηκε ημίγυμνος για να προκαλέσει. 3. γίνομαι αιτία, αφορμή να γίνει, να συμβεί κτ.· προξενώ: Οι διαδηλωτές προκάλεσαν επεισόδια. H φωτιά προκλήθηκε από ένα σπινθήρα. Οι λαθεμένοι χειρισμοί προκάλεσαν κρίση στην οικονομία. Άθελά του προκάλεσε το θάνατο ενός μικρού παιδιού.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. προκαλοῦμαι (προκαλῶ `καλώ κπ. να βγει μπροστά΄)]

προκάνω [prokáno] Ρ αόρ. πρόκανα, απαρέμφ. προκάνει : (λαϊκότρ.) προφταίνω, προλαβαίνω.

[αρχ. προκάμνω `μοχθώ από πριν΄ κατά το κάμνω > κάνω (δες λ.)]

προκάρδιο το [prokárδio] Ο40 : (ανατ.) το τμήμα του θωρακικού τοιχώματος που βρίσκεται μπροστά στην καρδιά.

[λόγ. < ελνστ. προκάρδιον]

προκάτ [prokát] Ε (άκλ.) : (προφ.) 1. προκατασκευασμένος: ~ κτίρια / σπίτια / σχολεία. 2. (μτφ.) α. που έχει μεθοδευτεί εκ των προτέρων, σκηνοθετημένος: ~ δίκη. β. που τον έχουν πάρει έτοιμο, χωρίς επεξεργασία, εμβάθυνση: Iδέες / απόψεις ~. || (ως ουσ.) το προκάτ, η προκατασκευή.

[λόγ. σύντμ. του προκατασκευασμένος μτφρδ. αγγλ. prefab (σύντμ. του prefabricated)]

< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go