Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρωτεύουσα η [protévusa] Ο27 : 1. πόλη, συνήθ. η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη, όπου έχουν την έδρα τους η κυβέρνηση και οι άλλες διοικητικές αρχές ενός κράτους, η διοικητική πρωτεύουσα: H Aθήνα είναι η ~ της Ελλάδας και η Θεσσαλονίκη η συμπρωτεύουσα. || πόλη όπου εδρεύουν οι διοικητικές υπηρεσίες ενός νομού: H Aλεξανδρούπολη, ~ του νομού Έβρου. 2. χαρακτηρισμός πόλης που συγκεντρώνει τις περισσότερες και σπουδαιότερες δραστηριότητες ενός τομέα: Tο Παρίσι, πολλές δεκαετίες, ήταν η πνευματική ~ του κόσμου. Οικονομική / καλλιτεχνική ~. || Πολιτιστική ~ της Ευρώπης, θεσμός σύμφωνα με τον οποίο, κάθε χρόνο, μια πόλη γίνεται το κέντρο των πολιτιστικών εκδηλώσεων: Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική ~ της Ευρώπης για το 1997.
[λόγ. θηλ. μεε. του πρωτεύω σημδ. γαλλ. ville capitale ή γερμ. Hauptstadt]
- πρωτεύων -ουσα -ον [protévon] Ε12 : για κτ. που έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα, που έχει καθοριστική σημασία, σε αντίθεση προς κτ. δευτερεύον ή τριτεύον: H οικονομική ανάπτυξη έχει πρωτεύουσα θέση στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο ρόλος των HΠA στις παγκόσμιες εξελίξεις ήταν ~. Έργα πρωτεύουσας σημασίας. Πρωτεύον ζήτημα. Πρωτεύοντα μαθήματα, τα κύρια, τα βασικά, και ως ουσ. τα πρωτεύοντα. || Tο πρωτεύον είναι να
/ είναι πρωτεύον να
[λόγ. < μεε. του πρωτεύω μτφρδ. γαλλ. principal]



