Dictionary of Standard Modern Greek
| 856 items total [851 - 856] | << First < Previous Next > Last >> |
- πρόωρος -η -ο [próoros] Ε5 : 1. για φαινόμενο που εμφανίζεται νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε, πριν συμπληρωθεί ένας βιολογικός κύκλος ή πριν ολοκληρωθεί μια φυσιολογική διαδικασία: ~ θάνατος. Πρόωρη γήρανση. Παιδί με πρόωρη ανάπτυξη. ANT καθυστερημένη. ~ τοκετός, πριν από τη συμπλήρωση των εννέα μηνών. Πρόωρο νεογνό, βιώσιμο νεογνό που δεν είναι τελειόμηνο. || (ως ουσ.) το πρόωρο: Tμήμα προώρων, σε παιδιατρικό νοσοκομείο. 2. για κτ. που κάνει, που επιχειρεί κάποιος πριν από τον καθορισμένο ή τον κατάλληλο χρόνο: H κυβέρνηση αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. H αντίδρασή του είναι πρόωρη. Είναι πρόωρο να καταλήξουμε από τώρα σε συμπεράσματα.
πρόωρα ΕΠIΡΡ: 1. Παιδί που γεννήθηκε ~. Ο χειμώνας άρχισε φέτος πολύ ~. 2. Οι εκλογές θα γίνουν ~. [λόγ. < ελνστ. πρόωρος `πριν την ώρα του΄ & σημδ. γαλλ. précoce, prémature]
- προωρότητα η [proorótita] Ο28 : η ιδιότητα, η κατάσταση του πρόωρου: Προβλήματα που δημιουργεί η ~ ενός νεογνού.
[λόγ. πρόωρ(ος) -ότης > -ότητα]
- πρόωση η [próosi] Ο33 : (τεχν.) προώθηση: ~ πλοίου, κίνηση προς τα εμπρός με τη βοήθεια κινητήριου μηχανισμού.
[λόγ. < αρχ. πρόω(σις) -ση]
- προωστήρας ο [proostíras] Ο2 : (τεχν.) όργανο για την πρόωση, κυρίως των πλοίων.
[λόγ. πρόωσ(ις) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. propulseur]
- προωστήριος -α -ο [proostírios] Ε6 : (τεχν.) για όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η πρόωση· προωστικός: ~ έλικας.
[λόγ. προωστηρ- (δες προωστήρας) -ιος απόδ. γαλλ. propulsif]
- προωστικός -ή -ό [proostikós] Ε1 : (τεχν.) για όργανο με το οποίο επιτυγ χάνεται η πρόωση· προωστήριος: ~ τροχός.
[λόγ. < ελνστ. προωστικός]



