Dictionary of Standard Modern Greek
| 856 items total [831 - 840] | << First < Previous Next > Last >> |
- προχειρότητα η [proxirótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του πρόχειρου: H ~ με την οποία έγινε τόσο η μελέτη, όσο και η εκτέλεση του έργου είναι φανερή. β. (οικ., κυρ. πληθ.) για κτ. που έχει γίνει πρόχειρα, χωρίς μελέτη και επιμέλεια ή και με ευτελή υλικά: Tα σκηνικά ήταν κάτι προχειρότητες που ζημίωναν την παράσταση.
[λόγ. < ελνστ. προχειρότης, αιτ. -ητα `προθυμία΄, κατά τη σημ. του πρόχειρος]
- προχοΐδα η [proxoíδa] Ο26 : μικρός γυάλινος, κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο μετρούν τον όγκο των χημικών διαλυμάτων.
[λόγ. < αρχ. προχοΐς, αιτ. -ίδα `αγγειό2΄ (παρερμηνεία κατά το πρόχους)]
- προχόλ το [proxól] Ο (άκλ.) : ο χώρος που βρίσκεται αμέσως πριν από το χολ σε ένα σπίτι, διαμέρισμα, ξενοδοχείο κτλ.: Tο διαμέρισμα έχει τέσσερα δωμάτια, χολ και ~ .
[λόγ. προ- χολ μτφρδ. γερμ. Vorhalle]
- πρόχους η [próxus] Ο (βλ. Ο16) : (αρχαιολ.) αγγείο που το χρησιμοποιούσαν: α. ως υδρία για το πλύσιμο των χεριών. β. ως οινοχόη.
[λόγ. < αρχ. πρόχους]
- προχριστιανικός -ή -ό [proxristxanikós & proxristianikós] Ε1 : που αναφέρεται στην προ της γεννήσεως του Xριστού ιστορική περίοδο.
[λόγ. προ- χριστιανικός μτφρδ. γερμ. vorchristlich]
- προχρονολόγηση η [proxronolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προχρονολογώ. ANT μεταχρονολόγηση.
[λόγ. προχρονολογη- (προχρονολογώ) -σις > -ση]
- προχρονολογώ [proxronoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : βάζω σε ένα έγγραφο χρονολογία προγενέστερη από την πραγματική. ANT μεταχρονολογώ: Προχρονολογημένη αίτηση / επιταγή.
[λόγ. προ- χρονολογώ μτφρδ. γερμ. vordatieren ή γαλλ. antidater]
- προχτές [proxtés] & προχθές [proxθés] επίρρ. χρον. : η μέρα που προηγείται του χτες, πριν από δύο μέρες (από σήμερα): Έφυγε / τον είδα ~. || (ως ουσ.) το προχτές, η προχτεσινή μέρα.
[ελνστ. προχθές με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] · λόγ. < ελνστ. προχθές]
- προχτεσινός -ή -ό [proxtesinós] & προχθεσινός -ή -ό [proxθesinós] Ε1 : που έγινε, συνέβη ή εμφανίστηκε προχτές, που είναι της προχτεσινής μέρας: H προχτεσινή παράσταση. Tα προχτεσινά γεγονότα. Tο φαγηγό είναι προχτεσινό. Προχτεσινό ψωμί δεν τρώγεται. || H προχτεσινή μέρα, το προχτές.
[ελνστ. προχθεσινός με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] · λόγ. < ελνστ. προχθεσινός]
- πρόχωμα το [próxoma] Ο49 : (στρατ.) οχύρωμα από συσσωρευμένους όγκους χώματος.
[λόγ. < ελνστ. πρόχωμα]



