Dictionary of Standard Modern Greek
| 856 items total [31 - 40] | << First < Previous Next > Last >> |
- προάνθρωπος ο [proánθropos] Ο19 (συνήθ. πληθ.) : ενδιάμεσος τύπος μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου, που θεωρείται ως ο άμεσος πρόγονος του ανθρώπου.
[λόγ. προ- άνθρωπος μτφρδ. γερμ. Vormensch]
- προαπαιτώ [proapetó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.) : απαιτώ, αξιώνω, ζητώ κτ. εκ των προτέρων, προκαταβολικά (ως όρο ή προϋπόθεση): Για τη χορήγηση συναλλάγματος σε σπουδαστές προαπαιτείται η εγγραφή τους σε σχολή του εξωτερικού. Έγιναν όλες οι προαπαιτούμενες ενέργειες, ώστε να προχωρήσει η υπόθεση. || (μππ. ως ουσ.) τα προαπαιτούμενα, οι προϋποθέσεις, οι όροι.
[λόγ. < ελνστ. προαπαιτῶ]
- προαπόδειξη η [proapóδiksi] Ο33 : (νομ.) κάθε έγγραφο που καταθέτουν οι διάδικοι (μετά την έναρξη της δίκης αλλά πριν από την προδικαστική απόφαση) για να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους.
[λόγ. < ελνστ. προαπόδειξις (-σις > -ση)]
- προαποφασίζω [proapofasízo] -ομαι Ρ2.1 : αποφασίζω κτ. εκ των προτέρων: Ο διάλογος ήταν μόνο τυπικός, γιατί όλα ήταν προαποφασισμένα. Όλα προχωρούν σύμφωνα με το σχέδιο που προαποφασίστηκε.
[λόγ. προ- αποφασίζω]
- προασπίζω [proaspízo] Ρ2.1α & προασπίζομαι [proaspízome] Ρ2.1β : προστατεύω, υποστηρίζω ενεργά κτ., υπερασπίζω: ~ την ελευθερία / τη δικαιοσύνη. Προασπίζομαι τα δικαιώματα / τα συμφέροντα / τις ιδέες μου.
[λόγ. < ελνστ. προασπίζω· μέσο ίσως κατά το αγωνίζομαι]
- προάσπιση η [proáspisi] Ο33 : η ενεργητική υποστήριξη, προστασία· η υπεράσπιση: H ~ των εθνικών συμφερόντων.
[λόγ. προασπι- (προασπίζω) -σις > -ση]
- προασπιστής ο [proaspistís] Ο7 θηλ. προασπίστρια [proaspístria] Ο27 : αυτός που προασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει ενεργά κτ.· υπερασπιστής: ~ των συμφερόντων του λαού.
[λόγ. < ελνστ. προασπιστής· λόγ. προασπισ(τής) -τρια]
- προαστιακός -ή -ό [proastiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο προάστιο: Προαστιακά εμπορικά κέντρα.
[λόγ. προάστι(ον) -ακός]
- προάστιο το [proástio] Ο40 : οικισμός που βρίσκεται έξω από μια μεγάλη πόλη αλλά πολύ κοντά της: Εργατικά / λαϊκά / αριστοκρατικά προάστια. Tο Πανόραμα είναι ~ της Θεσσαλονίκης. Tα βόρεια προάστια (της Aθήνας), οι οικισμοί όπου κατοικούν οι πλούσιοι Aθηναίοι.
[λόγ. < αρχ. προάστιον]
- προαύλιο το [proávlio] Ο42 : ο ακάλυπτος, συνήθ. περιφραγμένος χώρος ενός δημόσιου κτιρίου· (πρβ. αυλή): Tο ~ του σχολείου / της φυλακής / της εκκλησίας.
[λόγ. < ελνστ. προαύλιον (διαφ. το αρχ. προαύλιον `πρελούδιο με αυλό΄)]



