Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: προκατασκευή
1 item total
προκατασκευή η [prokataskeví] Ο29 : (κυρ. στην οικοδομή) τεχνική, σύστημα που επιτρέπει την κατασκευή κτιρίων, γεφυρών ή τμημάτων τους από τυποποιημένα στοιχεία, που έχουν κατασκευαστεί αλλού και εκ των προτέρων και που συναρμολογούνται στον τόπο ανέγερσης με βάση ένα προκαθορισμένο σχέδιο: Tεχνική / εφαρμογές προκατασκευής.

[λόγ. < ελνστ. προκατασκευή `προετοιμασία΄ σημδ. αγγλ. prefabrication]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go